Αναμνήσεις από την Ηλιούπολη: Όταν δημιουργήθηκε το πάρκο της Πικροδάφνης στην Τζαβέλα…
Ο πατέρας μου αγόρασε το οικόπεδο στην Ηλιούπολη, κοντά στο ρέμα της Πικροδάφνης, το 1960 και έχτισε το σπίτι μας το 1966, εκεί που σήμερα είναι η οδός Τζαβέλα. Δρόμος δεν υπήρχε και τα σπίτια που ήταν ήδη χτισμένα, είχαν μπροστά τους μια κατάξερη κατηφορική πλαγιά, χωρίς ίχνος δέντρου, που έσβηνε σταδιακά προς το ρέμα, με διάσπαρτες λείες πέτρες ποταμίσιες, από μια παλιότερη εποχή.
Όταν ήρθαμε να το δούμε οικογενειακώς – ήμουν δεν ήμουν 6 χρονών – απογοητευμένος και με την αφέλεια της ηλικίας μου, θυμάμαι ότι είπα «τι σας ήρθε και αγοράσατε αυτό το πράμα μέσα στα κοτρώνια;»
Την ίδια εποχή με τα ίδια χρήματα θα μπορούσε ο πατέρας να αγοράσει διπλάσιο οικόπεδο πιο ψηλά κοντά στον Υμηττό, αλλά όπως μας έλεγε, φοβήθηκε τους …λύκους!
Στο σπίτι που έχτισε, πρόβλεψε να κάνει κάτι σαν χαμηλή πυλωτή για να παρκάρει το αυτοκίνητο που είχαμε, ένα Hillman Super Minx 1,8 L του 1961, που θα ανέβαινε την πλαγιά και θα το πάρκαρε κάτω από το σπίτι.
Τα χρόνια πέρασαν και τον Ιούνιο του 1973, μετακομίσαμε μόνιμα στην Ηλιούπολη, από τη Θήβα όπου υπηρετούσε ο πατέρας ως επαρχιακός γεωπόνος του Υπουργείου Γεωργίας.
Ταυτόχρονα ήρθε και η εξέλιξη από τον Δελαπόρτα, τον δήμαρχο της Χούντας, που όπως έλεγαν τότε, έκανε μια προσεκτική χάραξη δρόμων ώστε να διοχετεύονται μέσω αυτών τα όμβρια που τότε έπνιγαν την περιοχή της Αγίας Μαρίνας και το Νησάκι και να καταλήγουν στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης και «φύγε κακό από μένα και πήγαινε στο γείτονα»…
Όταν έβρεχε, κατέβαζε ότι παρέσυρε το νερό από την πάνω Ηλιούπολη, ξύλα, κουτιά, πλαστικές λεκάνες και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, πλημμύριζε το παρκάκι και χυνόταν στο ρέμα, τρώγοντας τα πρανή του.
Κάθε τόσο έπαιρνε και την οικοδομική ξυλεία του γείτονα του μαστροΓιώργου και τρέχαμε όλα τα παιδιά να μαζέψουμε τάβλες, κλάπες, μαδέρια και λατάκια για να τον βοηθήσουμε.
Έτσι χαράχτηκε η οδός Τζαβέλα, που μας άφησε με ένα χωμάτινο όγκο ύψους δύο μέτρων αντί για πεζοδρόμιο και μας ανάγκασε αρχικά να λαξεύσουμε σκαλοπάτια στο σκληρό χώμα και αργότερα να φτιάξουμε 10 τσιμεντένια σκαλιά, για να φθάσουμε στην αυλή μας και μετά να ανέβουμε τα παλιά «ιπτάμενα» 15 σκαλιά για να φθάσουμε στο σπίτι μας.
Λίγο αργότερα, επί Κιντή, πέρασε και η αποχέτευση, μπήκαν τα κράσπεδα και ή άσφαλτος, δίνοντας σε όλους μας μεγάλη χαρά, αφού ως παιδιά μπορούσαμε να παίζουμε στο χώρο που δημιουργήθηκε μέχρι το ρέμα, αλλά και στον δρόμο.
Η παρέα της γειτονιάς χόρτασε, μπάλα, βόλεϊ και «τα μήλα»…
Ωραίες εποχές!
Είχε φουντώσει τότε η υπόθεση των Νασταίων, που διεκδικούσαν φυσικά ως ιδιοκτησία τους και τον οριζοντιοποιημένο πια παραρεμάτιο χώρο, από τον δρόμο ως το ρέμα και ήθελαν να τον κάνουν οικόπεδα και να τα μοσχοπουλήσουν.
Ο Δήμος επέλεξε τη δενδροφύτευση ως μέσο κατοχύρωσης του δημόσιου χαρακτήρα του και την υλοποίησε σε συνεργασία με φορείς και κατοίκους.
Έτσι ξεκίνησε τον κύκλο ζωής του το σημερινό πευκοδάσος που καλύπτει και τις δυο πλευρές του ρέματος από τη Λ. Βουλιαγμένης έως το γεφυράκι της Πατρόκλου.
Με τα δεδομένα και τις τακτικές εκείνης της εποχής, βιαστικά και χωρίς πραγματική μελέτη για την σωστή επιλογή του είδους των δέντρων, φυτεύτηκαν εκεί εκατοντάδες πευκάκια σε πυκνή φύτευση, περίπου ανά 3 μέτρα, σε σειρές που επίσης απείχαν μεταξύ τους περίπου το ίδιο.
Να θυμίσω εδώ, ότι τότε όλοι οι Δήμοι φύτευαν λεύκες και ευκαλύπτους, που είχαν ταχεία ανάπτυξη και δημιουργούσαν γρήγορα ωραία εικόνα πρασίνου αλλά και πεύκα που ήταν αγαπημένο δένδρο, αλλά μάλλον δεν ταίριαζε με τις συνθήκες της πόλης μας. Με επιφανειακό ριζικό σύστημα και δύσκολο παραρεμάτιο έδαφος, αργιλώδες και πετρώδες, χρόνια τώρα τα βλέπουμε να δυσκολεύονται να αναπτυχθούν, να λυγίζουν και να γέρνουν από μόνα τους, να πέφτουν στο ρέμα εξαιτίας της διάβρωσης των πρανών του, κλπ.
Λίγους μήνες αργότερα, ένας παππούς από την απέναντι γειτονιά, μέρα μεσημέρι κατέβηκε στο ρέμα και πέταξε πάνω έναν ξύλινο δαυλό με πανί βρεγμένο στο πετρέλαιο και έβαλε φωτιά στα ξερόχορτα που υπήρχαν και στο δασάκι με τα μικρά πευκάκια που είχαν περίπου ένα μέτρο ύψος.
Τον είδα, έβαλα τις φωνές, ο τύπος εξαφανίστηκε και όλη η γειτονιά βγήκαμε με κουβάδες και λάστιχα του κήπου και σβήσαμε τη φωτιά πριν τα κάψει όλα.
Μετά από καμιά ώρα ήρθε και η πυροσβεστική, αλλά το θέμα το είχαμε τελειώσει εμείς.
Το καμένο κάτω κομμάτι προς Βουλιαγμένης γρήγορα ξαναφυτεύτηκε πάλι με πεύκα και με ένα άλλο είδος πεύκου κάτι σαν πρωτοξάδερφό του, που είχε πιο βαθύ πράσινο και εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη.
Έτσι σώθηκε το δασάκι και αυτά τα πεύκα σιγά σιγά μεγάλωναν μαζί με μας, άκουγαν τις ιστορίες μας, φιλοξένησαν τις παρέες και τις μουσικές μας, είδαν φιλίες, κρυφές ματιές ερωτευμένων τότε εφήβων, απογοητεύσεις αλλά και κάτι αγκαλιές κι αγχωτικά φιλιά, τους τσακωμούς μας και τις ξαναφιλιώσεις μας…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…