Πολιτικό προσωπικό: Η μεγάλη πληγή της εποχής μας (άρθρο του Γιάννη Λούλη)




Μια επίμονη και πολυεπίπεδη κρίση διαπερνά τις καπιταλιστικές δημοκρατίες. Αυτή πηγάζει και από το πολιτικό προσωπικό τους. Πρόκειται για βαθιά πληγή που πυορροεί όλο και περισσότερο. Άλλωστε, αντιλαμβανόμαστε ότι τις τελευταίες δεκαετίες, το πολιτικό προσωπικό γίνεται όλο και πιο ασήμαντο, προβληματικό και ανεπαρκές. Ταυτόχρονα, υπάρχει και ένα μεγάλο κενό σε επίπεδο στοιβαρών ηγεσιών. Αποχρώσεις μετριότητας τις χαρακτηρίζουν στην καλύτερη περίπτωση. Διότι υπάρχουν και τα χειρότερα. Συγχρόνως οι προσδοκίες μας από τις ηγεσίες υποχωρούν διαρκώς  μαζί με το όποιο status τους. Φυσικά, η κρίση ηγεσιών και πολιτικού προσωπικού δεν περιορίζεται στον εαυτό τους. Διαχέεται στην κοινωνία.  Ταυτόχρονα, περισσότεροι πολίτες, έχουν εθισθεί στο φαινόμενο. Και απλώς σηκώνουν τους ώμους τους.

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα παρακμιακό αδιέξοδο. Που είναι μονίμως επικίνδυνο. Και τούτο διότι το πολιτικό προσωπικό είναι εκείνο το οποίο θα έπρεπε  να αποτελεί εφαλτήριο για την υπέρβαση μιας γενικότερης κρίσης. Τούτο όμως είναι αδύνατο. Διότι το πολιτικό προσωπικό αποτελεί μια από τις κεντρικές εστίες της κρίσης. Άρα διέξοδος διαφυγής από το αδιέξοδο, δεν υπάρχει!

Το όλο πρόβλημα του πολιτικού προσωπικού έχει εύρος και βάθος. Δεν πρέπει πάντως να χαθούμε στον μεγάλο καμβά που ανοίγεται μπροστά μας. Ξεκινάμε λοιπόν από ένα κομβικό φαινόμενο, προσεγγίζοντας τη μεγάλη εικόνα. Στη διαδρομή τους, οι καπιταλιστικές δημοκρατίες χωρίζονται σε δυο εποχές. Η πρώτη ξεκινά από το 1945 και προεκτείνεται ως το τέλος της δεκαετίας του 1970. Ήταν τότε που οι μεταπολεμικές καπιταλιστικές δημοκρατίες στη Δυτική Ευρώπη, πέτυχαν το κυριολεκτικά απίστευτο οικονομικό και κοινωνικό θαύμα της ανοικοδόμησής τους (βλ. τα κυρίως βιβλία των Robert Kuttner και Paul Betts). Πέτυχαν ρυθμούς ανάπτυξης 5% (κάτι ανεπανάληπτο), μείωσαν δραστικά τις ανισότητες, μοίρασαν τον πλούτο αντί να τον συγκεντρώσουν στα χέρια λίγων, δημιούργησαν πρωτοποριακά κράτη πρόνοιας, διασφάλισαν συνδικαλιστικές ελευθερίες. Ο καπιταλισμός αυτός ονομάσθηκε «ενσωματωμένος φιλελευθερισμός» από τον θεωρητικό πατέρα του, τον Karl Polanyi (1944). Ενώ είχε προηγηθεί το ριζοσπαστικό υπόδειγμα μεταμόρφωσης της Αμερικής, από τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ (γνωστό ως FDR).

Αυτή λοιπόν η πρώτη  εποχή διασφάλισε την «ενσωμάτωση των πολιτών» και απέτρεψε την όποια περιθωριοποίησή τους. Έτσι, σε μεγάλο βαθμό, πέτυχε τον κομβικό στόχο της συναίνεσης. Τι διέθετε όμως, επιπρόσθετα, η εποχή αυτή; Η απάντηση στο ερώτημα μας οδηγεί άμεσα στο θέμα που θίγουμε στο παρόν άρθρο. Το πολιτικό προσωπικό της εποχής εκείνης, αντιπροσώπευε ένα «βαρύ χαρτί» και όχι ένα φτερό στον άνεμο, όπως συμβαίνει πρόσφατα. Οι πολιτικές μορφές ήταν μεγάλες. Στη Βρετανία, τον Τσώρτσιλ, διαδέχθηκε ο σεμνός αλλά ριζοσπάστης Άτλι, που υλοποίησε το πρωτοποριακής σύλληψης σχέδιο Μπέβεριτζ, για το κράτος πρόνοιας. Η καταλυτική ηγεσία Ντε Γκωλ υπήρξε ασφαλώς ανεπανάληπτη. Στη Γερμανία υπήρχε ο εμβληματικός Αντενάουερ. Στην Ιταλία, πρωταγωνίστησε ο Ντε Γκάσπερι. Ο Ρομπέρ Σουμάν, μια σημαντική μορφή, θα ξεκινούσε τη διαδρομή προς μια Ενωμένη Ευρώπη. Ο τελευταίος μεγάλος Γάλλος ηγέτης ήταν ο Φρανσουά Μιτεράν. Ζισκάρ Ντεσταίν και Ζακ Σιράκ είχαν πάντως ειδικό βάρος. Θυμηθείτε όμως ποιες θλιβερές φιγούρες τους ακολούθησαν: Σαρκοζί, Ολάντ και ο κάτω του μετρίου αλαζόνας Μακρόν, που κινδυνεύει να χάσει από τη Λεπέν! Φυσικά, η θεωρούμενη κορυφαία Ευρωπαία πολιτικός Άγκελα Μέρκελ, δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με τον Βίλλυ Μπραντ, ούτε με τον Χέλμουντ Κολ.



Πότε όμως μας προέκυψαν οι μεγάλες μετριότητες της πολιτικής; Η απάντηση είναι κρίσιμη για τα θέματα που συζητούμε: Την εποχή κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού! Ασφαλώς οι Ρήγκαν και Θάτσερ ήταν εξαιρέσεις και ισχυρές προσωπικότητες, ενώ επικοινώνησαν δυναμικά τις ιδέες τους. Όμως ο Ρήγκαν άφησε πίσω του ένα τεράστιο έλλειμμα, ενώ η Θάτσερ έγινε, με τον δογματισμό της όλο και πιο τοξική. Ούτε το κόμμα της δεν  την άντεχε! Από κει και πέρα, και με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πολιτικοί, υποτίθεται της κεντροαριστεράς, ασφαλώς επικοινωνιακοί, αποδείχθηκαν απόλυτοι αμοραλιστές στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές τους και στις άνομες επιλογές τους. Δύσκολα, βρίσκει κανείς, αρχές και αξίες, που δεν ποδοπάτησαν. Για να έρθει μετά ο Μπαράκ Ομπάμα που εναγκαλίσθηκε τα χειρότερα στοιχεία του Εθνικού Συστήματος Ασφαλείας (National Security State) της Αμερικής στα χνάρια του Μπους. Ενώ αυτή ήταν άλλωστε η εποχή όπου τελικά ο νεοφιλελευθερισμός απαξιώθηκε πλήρως με τη σεισμική παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008. Καθώς έγινε φανερό πως οι ελεύθερες αγορές όταν δεν ελέγχονται από το κράτος, οδηγούν σε μεγάλες καταστροφές, οικονομικές και κοινωνικές. Ενώ, με την εκτίναξη των ανισοτήτων σε στρατοσφαιρικά επίπεδα, ήρθε η ώρα του Τραμπ και συνακόλουθα η σοβαρότερη εσωτερική κρίση στην Αμερική. Που έφθασε στο χείλος του πολιτικού γκρεμού.

Φθάνουμε τώρα στο πιο κρίσιμο σημείο της ανάλυσής μας. Στο γιατί, όταν κυριάρχησαν οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, άρχισε να αφυδατώνεται το πολιτικό προσωπικό και να υποβαθμίζεται διαρκώς. Η ουσία είναι, πως οι πολιτικοί αυτοί, στις περισσότερες περιπτώσεις, έγιναν μαριονέτες των όλο και πιο ισχυρών οικονομικών ελίτ. Από τον Κλίντον, τον Ομπάμα, τον Κάμερον και νωρίτερα τον Μπλερ, αλλά και ο Μακρόν, όλοι αποζητούσαν να ενσωματωθούν και να θωπευθούν από το επιχειρηματικό κατεστημένο. Όταν λοιπόν ξέσπασε η κρίση του 2007-2008, αντί να παρθούν ριζοσπαστικά μέτρα τύπου FDR (που τώρα, προς έκπληξη όλων μας, επιχειρεί τολμηρά να εφαρμόσει ο Μπάιντεν) συνεχίσθηκαν οι νεοφιλελεύθερες συνταγές για να ικανοποιηθούν οι οικονομικές ελίτ. Έστω  και χωρίς την απαξιωμένη αυτή ονομασία. Ποιος άλλωστε μιλά πλέον για νεοφιλελευθερισμό στην εποχή μας; Τον όρο χρησιμοποιούν πλέον σχεδόν μόνο οι επικριτές του.

Την εποχή του νεοφιλελευθερισμού, πολιτικοί όπως ο Κλίντον, ο Μπλερ, ο Ομπάμα, έχουν γίνει βαθύπλουτοι. Έχουν οικονομικούς πάτρωνες. Λειτουργούν ως επιχειρηματικοί σύμβουλοι. Θωπεύουν τον μεγάλο πλούτο. Κατασκευάζουν δικές τους εταιρείες. Αντιδρούν ως λομπίστες. Ο κατάλογός τους δεν έχει τελειωμό. Θα σταθώ όμως σε ένα πρόσφατο παράδειγμα. Τούτο αφορά τον πρώην αρχηγό του Συντηρητικού Κόμματος Ντέιβιντ Κάμερον και τέως πρωθυπουργό που παραιτήθηκε μετά το χαρακίρι του δημοψηφίσματος για το Brexit. Η διαδρομή του είναι κυριολεκτικά «όλα τα λεφτά!». Είναι τέκνο της εποχής μας άλλωστε. Δεν εργάσθηκε ποτέ. Αποφοίτησε βεβαίως από το σούπερ ελιτίστικο Eton. Σπούδασε στη βρετανική εκπαιδευτική οροφή το Oxbridge (Οξφόρδη και Καίμπριτζ). Μετά, όμως, εργάσθηκε μόνο στο Συντηρητικό Κόμμα! Έγινε αρχηγός του Κόμματος, διότι οι ανταγωνιστές του ήσαν πιο μέτριοι επικοινωνιακά από τον ίδιο. Όταν παραιτήθηκε μετά το Brexit έγινε λομπίστας και σύμβουλος σκιερών επιχειρηματικών συμφερόντων. Ξέσπασε θύελλα. Με όλη την εμπειρία του, βεβαίως, αντέδρασε φλεγματικά, χαλαρά, και αδιάφορα. Με μηδέν πρακτικό κόστος. Άλλωστε, κάποιοι άλλοι μεγάλοι επιχειρηματίες σε λίγο θα τον αξιοποιήσουν. Μόλις κατακαθίσει η σκόνη.

Για το θέμα που θίγουμε, θα χρειαζόταν βεβαίως ένα ολόκληρο βιβλίο. Η ουσία πάντως είναι ξεκάθαρη: Στις καπιταλιστικές δημοκρατίες, την περίοδο του «ενσωματωμένου φιλελευθερισμού», προέκυψαν μεγάλοι ηγέτες, οραματιστές και αποτελεσματικοί στην πράξη. Διέθεταν και διοχέτευαν στην κοινωνία, πολιτική ουσία, ακόμη και χωρίς επικοινωνιακό χάρισμα. Δεν υπηρέτησαν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Ούτε ήθελαν να τους αγκαλιάσουν και να τους κατευθύνουν οι οικονομικά ισχυροί. Όλα αυτά άλλαξαν τη νεοφιλελεύθερη εποχή. Σ’ αυτήν άλλωστε κυριαρχούν, όχι αξίες, αλλά ατομικές προτεραιότητες και συμφέροντα. Η εποχή θεοποίησε τον πλούτο. Διέλυσε την κοινωνική συνοχή. Έκανε λάβαρο τον αμοραλισμό. Δημιούργησε τις πιο άνισες κοινωνίες στη μεταπολεμική διαδρομή των καπιταλιστικών δημοκρατιών!

Με δεδομένη την πραγματικότητα αυτή, οι ικανοί, τα ταλέντα, αυτοί με αρχές και αξίες απομακρύνονται από τη ζώσα πολιτική. Ο χώρος της πολιτικής πλέον τους απωθεί. Το κενό των ικανών καλύπτουν οι «άλλοι». Ο σημερινός καπιταλισμός τους ταιριάζει απόλυτα. Νιώθουν σαν ψάρι σε φιλόξενα νερά με τους πλούσιους και ισχυρούς με τους οποίους αλληλοθωπεύονται. Έτσι, οι οικονομικές ελίτ τρίβουν τα χέρια τους!

Ο Γιάννης Λούλης, διδάκτωρ του Cambridge, είναι επικοινωνιολόγος, αναλυτής και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Το τελευταίο του είναι το: Άνομος κόσμος: Πώς φθάσαμε στην εποχή Τραμπ, Καστανιώτης, 2019. Για όλα τα βιβλία του: johnloulis.gr.

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.