1953: Ο “δράκος” της Βουλιαγμένης και το μέντιουμ που βοήθησε στην σύλληψή του




Νύχτωνε στο Μικρό Καβούρι της Βουλιαγμένης, αλλά η παραλία ήταν γεμάτη κόσμο που απολάμβανε το καλοκαιρινό μπάνιο και την ομορφιά της φύσης. Τα βαρκάκια πηγαινοέρχονταν απέναντι στο Λαιμό και τα ζευγαράκια αποτραβιόντουσαν στα πεύκα για να απολαύσουν προσωπικές στιγμές. Ξαφνικά, ακούγονται τέσσερις πυροβολισμοί και κραυγές πόνου από μια γυναίκα. Η 24χρονη Σοφία Μαναβάκη καλεί σε βοήθεια. Έχει τραυματιστεί στην κοιλιά και ελαφρά στο κεφάλι, ενώ δίπλα της είναι ήδη νεκρός ο φίλος της, Θεόδωρος Δέγλερης 35 χρόνων, με διαμπερές τραύμα στον κρόταφο.

(του Νίκου Τσέφλιου/astinomiko.gr)

Όλοι εγκαταλείπουν τρέχοντας την περιοχή. Όλοι, εκτός από ένα νεαρό, ο οποίος πλησιάζει το ζευγάρι. Σκύβει πάνω από το νεκρό ιδιωτικό υπάλληλο, του βγάζει το ρολόι, αρπάζει και την τσάντα της 24χρονης κοπέλας και εξαφανίζεται στο σκοτάδι. Από μακριά ακούγονται ήδη οι σειρήνες των περιπολικών που φτάνουν στο Μικρό Καβούρι. Είναι 5 Αυγούστου 1953.

Η Σοφία Μαναβάκη μεταφέρεται στο νοσοκομείο, όπου θα διαφύγει τον κίνδυνο. Ωστόσο είναι τόσο μεγάλος ο φόβος και η σύγχυσή της, που δεν μπορεί να περιγράψει το δολοφόνο. Την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες μιλούν για τον «δράκο της Βουλιαγμένης». Από το αρχείο ανασύρονται παλαιότερες υποθέσεις που παρουσιάζουν ομοιότητες. Μόλις έξι ημέρες νωρίτερα, στην ίδια περιοχή, άγνωστος είχε πετάξει έναν εκρηκτικό μηχανισμό εναντίον του Μιχάλη Καλλίτση και της Ελισάβετ Καπρή, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να τραυματιστεί ελαφρά.

Μετά από πολυήμερες έρευνες οι άνδρες της Χωροφυλακής θα βρουν στην περιοχή την τσάντα της Σοφίας Μαναβάκη, χωρίς τις 30.000 δραχμές που είχε στο πορτοφόλι και ένα ζευγάρι πέδιλα. Θα βρουν και ένα περίστροφο “Smith & Wesson” με αριθμό V421496, περίπου 200 μέτρα από το σημείο της δολοφονίας, τυλιγμένο σε ένα μαντήλι, με δύο σφαίρες στο «μύλο». Ωστόσο τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν είναι αξιοποιήσιμα, αφού δεν ανήκουν σε σεσημασμένο άτομο.

Η υπόθεση παραμένει σκοτεινή και η ανησυχία του κόσμου εντείνεται. Ωστόσο η φαντασία του αστυνομικού συντάκτη της «Ακρόπολης» Θεόδωρου Δράκου «καλπάζει» και κατεβάζει μια ιδέα που θα εκτοξεύσει τις πωλήσεις της εφημερίδας. Ζητάει από το γνωστό μέντιουμ Ελένη Κικίδου να βοηθήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος, με το χάρισμά της να «διαβάζει» σκέψεις και να «ζει» με κάθε λεπτομέρεια ένα γεγονός. Η γυναίκα, αναγνωρισμένο μέλος της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, στην αρχή αρνείται, με το επιχείρημα ότι αυτές οι δουλειές είναι της Αστυνομίας. Ωστόσο οι αντιστάσεις της θα καμφθούν, όταν ο δημοσιογράφος επιμένει, επικαλούμενος την κοινή γνώμη, που αγωνιά να μάθει και να ησυχάσει…

Το βράδυ της 18ης Αυγούστου ο Δράκος, η Κικίδου και η βοηθός της φτάνουν στο Μικρό Καβούρι. Με τη βοήθεια ενός μικρού φακού, ανηφορίζουν στο σημείο της δολοφονίας. «Η κυρία Κικίδου οδηγούμενη από τη διορατικότητά της, απ’ την εκπληκτική διαίσθησή της πατάει ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου», γράφει ο Δράκος στην «Ακρόπολη». «Νοιώθει έναν απερίγραπτον κλονισμόν, γέρνει πάνω στον ώμο της φίλης της. Και ξαφνικά αρχίζει να περιγράφει με εκπληκτικές λεπτομέρειες την σκηνήν της δολοφονίας. Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει το σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι. Έπειτα εξαφανίζεται προς τον Λαιμόν. Παίρνει μεταφορικόν μέσον, πιθανώς βάρκα και περνά απέναντι. Ξέρει από θάλασσα κι έχει ξαναμπή σε θάλασσα. Έχει χαλασμένα δόντια. Του λείπουν πολλά δόντια. Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους κάτω από μια πέτρα. Δεν είναι μεγάλο πιστόλι και δεν είναι δικό του. Ο δολοφόνος το έχει κλέψει από καιρό. Είναι υψηλός, αδύνατος, με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία. Εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο μέσα στην κουζίνα. Δεν βγαίνει έξω. Την νύκτα μόνο πηγαίνει και κοιμάται στο ύπαιθρο. Το μέρος που μένει δεν έχει δέντρα. Το όνομά του αρχίζει από Σ. Κάτι έχει πάθει αυτός ο άνθρωπος μικρός. Κάτι σοβαρό που του έχει αναστατώσει τη ζωή. Βλέπω στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης ούτε και μένει μαζί τους».

Τα στοιχεία που δημοσιεύονται στην εφημερίδα κινητοποιούν και πάλι τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής, οι οποίοι διαπιστώνουν ότι το όπλο του φόνου έχει κλαπεί από το 25ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Αγία Παρασκευή. Ταυτόχρονα εξετάζουν δύο ηδονοβλεψίες που συχνάζουν στο Μικρό Καβούρι και αυτοί κάνουν λόγο για έναν άγνωστο άντρα, πρόσφατα απολυμένο από το Στρατό, που περιφέρεται συχνά στην περιοχή. Έχει χαρακτηριστικά όμοια με αυτά που έχει περιγράψει το μέντιουμ, με πιο σημαντικό την ουλή στο λαιμό! Οι δύο ηδονοβλεψίες αναγνωρίζουν από φωτογραφίες τον 25χρονο Μιχάλη Στεφανόπουλο, ο οποίος έχει πάρει απολυτήριο δύο μήνες πριν και έχει μια έντονη ουλή στο δεξιό μέρος του λαιμού, από παλιότερη οδοντιατρική επέμβαση.

Στις 2 Σεπτεμβρίου οι άνδρες της Χωροφυλακής τον προσαγάγουν από το σπίτι του, στην οδό Νικηφόρου Ουρανού 7 στο Λυκαβηττό και τον ανακρίνουν. Αρνείται κάθε σχέση με το έγκλημα, αλλά τα στοιχεία σε βάρος του είναι συντριπτικά. Τα αποτυπώματά του ταυτίζονται με αυτά που έχουν βρεθεί στο όπλο του εγκλήματος. Στο τέλος θα «σπάσει» και θα ομολογήσει τις δύο επιθέσεις. «Το πάθος μου με τύφλωσε! Τους έβλεπα εκεί μπροστά μου να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται κι εγώ έβλεπα, μόνο έβλεπα κι άκουγα τους ψιθύρους και τους στεναγμούς τους. Εγώ ήμουν καταδικασμένος μόνο να βλέπω… Δεν θυμάμαι πως μου ήρθε να τραβήξω το πιστόλι και να ρίξω. Κι έπειτα ήρθε η χαρά. Η κοπέλα ήταν πια ανυπεράσπιστη. Έτρεξα να την βοηθήσω. Ήταν δικιά μου. Ο φίλος της ξεψυχούσε. Ήταν δικιά μου, με καταλαβαίνεις; Και την αγκάλιασα και την έσυρα κοντά μου κι εκείνη νόμισε ότι ήθελα να την βοηθήσω κι εγώ την έπιανα. Έπειτα, όλα τελείωσαν. Είχα συνέλθει. Με κυρίευσε ο φόβος της τιμωρίας κι έφυγα…».

Η δίκη του Μιχάλη Στεφανόπουλου, το Μάρτιο του 1954 στο Κακουργιοδικείο Αθηνών, κράτησε μία εβδομάδα. Ο ίδιος μίλησε στην απολογία του για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, όταν ένιωσε την αδιαφορία από τους γονείς του, που διαπληκτίζονταν σχεδόν καθημερινά και τελικώς χώρισαν. Ο εισαγγελέας ζήτησε την επιβολή της θανατικής ποινής χωρίς κανέναν ελαφρυντικό. Το δικαστήριο τον καταδίκασε στην ποινή του θανάτου και επιπλέον κάθειρξη 24 ετών για τις τρεις απόπειρες ανθρωποκτονίας. Πέντε μήνες αργότερα, στις 10 Αυγούστου 1954, εκτελέστηκε στην περιοχή Τούρλος της Αίγινας, μαζί με άλλους δύο θανατοποινίτες. Την ώρα της εκτέλεσης ζήτησε να του δέσουν τα μάτια και να του λύσουν τα χέρια.

Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα Ο συνήγορος υπεράσπισης του Μιχάλη Στεφανόπουλου, Δημήτρης Πουλέας, θα αποκαλύψει ότι ο 25χρονος άνδρας είχε μια πάθηση που ονομάζεται υποσπονδείαση, δηλαδή είχε την ουρήθρα στην ρίζα του πέους, που τον ανάγκαζε να ουρεί καθιστός και αυτό του είχε δημιουργήσει ψυχολογικά προβλήματα. Είχε γίνει ηδονοβλεψίας, αλλά ταυτόχρονα είχε και μια δειλία. Είχε το όπλο για να αισθάνεται πιο δυνατός…

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.