Στου Μπενίτο: Διήγημα/αφιέρωμα του Γιάννη Καφάτου




Η κυρία Σούλα, όταν έφτασε η σειρά της να μπει στο μαγαζί, στου Μπενίτο όπως τον ήξερε όλη η Αθήνα, σκούπισε βιαστικά και άτσαλα τα μάτια της. Είχε βουρκώσει. Τι είχε βουρκώσει, έκλαψε και τώρα, μπαίνοντας στο μαγαζί, σκούπιζε τα δάκρυά της, αφήνοντας στην άκρη την έμφυτη κοκεταρία που την κουβαλούσε μαζί της σα φυλαχτό και σαν κατάρα.

-Κυρία Σούλα μου τι έπαθες κοκώνα μου, είπε ο Μπενίτο. Τι να σε δώσω σήμερα, έφερα λακέρδα.

Πού τη μυρίστηκε ο Νίκος μου, Μπενίτο μου. Ξέρεις τι με είπε πρωί πρωί; Να πας στον Μπενίτο, Τετάρτη συνήθως φέρνει τη λακέρδα μας. Και με ζήτησε και μύδια. Έχεις;

Όλα τα καλά κύρια Σούλα μου για σένα και τον Νίκο, να μου τον φιλήσεις, τον πεθύμησα, αλλά με το μαγαζί και τα μαγειρέματα δεν πρόλαβα να περάσω να τον διω.



Θα του δώσω Μπενίτο μου. Η Έβντο πού είναι; Πάλι στην κουζίνα την έχεις;

Εγώ την έχω; Αφού την ξέρεις δα, αμα δε φτιάξει μόνη της τη μελιντζανοσαλάτα, και τα υπόλοιπα δεν το φχαριστιέται. Άσε μπρε Έβντο τις νύφες μας, όλα τους δείξαμε πια να κάνουν ζάφτι το μαγαζί; Αλλά μας ξέρεις, εδώ είναι η ζωή μας. Απ’ όλη την Αθήνα έρχονται οι φίλοι από την Πόλη μας και λέμε και καμία κουβέντα και θυμόμαστε τα παλιά μας. Αφού ξέρεις.

Αααχ, Μπενίτο μου, ξέρω…

Το «Ααχχ» της κυρίας Σούλας βγήκε με τόση κουρασμένη ορμή από μέσα της που το μισό μαγαζί γύρισαν και την κοίταζαν.
Δεύτερη ήττα μετά τα δακρυσμένα μάτια που τα σκούπιζε μπαίνοντας.
Αναστεναγμός που βγήκε από τα σωθικά της. Πόσα ν’ αντέξει πια η δόλια η κυρία Σούλα.
Δε λέω γι’ αυτά που κουβαλάνε όλοι οι Πολίτες, όχι μόνο του Παλαιού Φαλήρου. Η κυρία Σούλα με τον κύριο Νίκο βασιλιάδες ήτανε στην Πόλη. Φτάσανε όπως φτάσανε στην Αθήνα, ορθοπόδησαν. Νοικοκυραίοι και δουλευταράδες. Μετά το ατύχημα του Νίκου που τον κρατάει ακόμη στο αναπηρικό αμαξίδιο, η κυρία Σούλα έπρεπε να τρέχει για όλα. Το μόνο που την ευχαριστούσε ήταν η απαραίτητη επίσκεψη στου Μπενίτο, όχι μόνο τις Τετάρτες που έφερνε τη λακέρδα του. Παρόλο που έμενε πολύ κοντά στην οδό Θέτιδος που είναι το μαγαζί, τις κρίσιμες μέρες του χρόνου, τότε που η ουρά για  να μπεις μέσα έφτανε μέχρι την Αγίου Αλεξάνδρου, τότε ήθελε να πηγαίνει η κυρία Σούλα, κι ας μπορούσε να πάει μια πιο ήσυχη μέρα. Παραμονές Χριστουγέννων, 25ης Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή χαμός στη Θέτιδος.

Στην ουρά πάντα έβλεπε κάποιο πρόσωπο που το κουβάλαγε από την Πόλη. Πάντα κάποιος από την Πόλη, είτε έμενε στην Κυψέλη, στην Αγία Παρασκευή, είτε στη Δροσιά, θα κατέβαινε στου Μπενίτο για να γευτεί τις πολίτικες νοστιμιές της Έβντο και να δει κάποιον γνωστό και να θυμηθούν τα παλιά.
Αυτά τα παλιά αναζητούσε η κυρία Σούλα στις ουρές του Μπενίτο και αυτά τα παλιά της έφεραν σήμερα τα δάκρυα στα μάτια. Δεν το μετάνιωσε. Από το ατύχημα του Νίκου και μετά έγινε μια ηθοποιός μέσα στο σπίτι με το χαμόγελο και την αισιοδοξία και τη στήριξη στον –και πριν το ατύχημα – σχεδόν καταθληπτικό άντρα και έρωτα της ζωής της. Σαν ηθοποιός όμως ήθελε κι αυτή το ρεπό της. Ήθελε να βαλαντώσει στο κλάμα.
Και τι πιο ωραίο να κλάψεις για τις αναμνήσεις μιας ζωής που δε θα ξαναζήσεις, στη Βασιλεύουσα των Ρωμιών, των Τούρκων, των αρωμάτων και των γεύσεων;
Σήμερα στην ουρά του Μπενίτο συνάντησε την κυρία Όλγα. Μένανε στον ίδιο δρόμο στο Πέραν στην Πόλη. Είχε να τη δει πολλά χρόνια. Η Όλγα έφυγε με τους γονείς της, ανύπαντρη. Ήταν και πιο μικρή από την κυρία Σούλα αλλά πάντα είχαν μια ιδιαίτερη σχέση οι μικρές γειτόνισσες. Η Σούλα δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι η Όλγα δε τη ζήλεψε όταν αρραβωνιάστηκε τον Νίκο, ενώ κάτι άλλες της έκαναν τη φιληνάδα στη μούρη της και πίσω από την πλάτη της της σούρνανε… ε τι της σούρνανε.
Η Σούλα ήταν στην κεφαλή της ουράς, σε δυο πελάτες θα έμπαινε μέσα στο μαγαζί. Λίγο πριν διαβεί την πύλη του ναού της πολίτικης γεύσης, και των πιο διαλεχτών αλλαντικών που μπορείς να βρεις στην Αθήνα. Όταν είδε την Όλγα να πλησιάζει τη γνώρισε αμέσως κι έμπηξε μια φωνή. Άφησε τη σειρά της, κι ας είχε περιμένει ήδη είκοσι λεπτά, αγκάλιασε την Όλγα και βουρκώσανε και οι δύο. Πήγαν στο τέλος της ουράς και περιμένοντας να πάρουν τα απαραίτητα για το γιορτινό τραπέζι της επόμενης, άρχισαν να αναπολούν τα παλιά. Τα πολύ παλιά, και τα πιο νέα παλιά. Κι όλο βουρκώνανε. Κι όλο θυμόντουσαν. Και μέσα από τις αναμνήσεις, τα δάκρυα, είχαν και την αγωνία, η Όλγα βασικά: Σούλα μου, θα βρούμε να πάρουμε τίποτα με τόσο κόσμο; Και καλά εγώ η ακαμάτα ήρθα τελευταία στιγμή, εσύ που ήσουν πρώτη στη σειρά και την άφησες για χάρη μου τι φταις;

Η Όλγα την αγκάλιασε και την καθησύχασε. Απ΄ όλα θα έχει κοκώνα μου. Μη σεκλετίζεσαι. Κι αν τελειώσουν τα μύδια, πάρε ντολμάδες. Ξέρεις εκτός από τους γιαλαντζί κάνει και τους άλλους μπρε, με το λάχανο και την κανέλλα και τη σταφίδα. Ένα γλύκισμα. Θυμάσαι Όλγα πώς τους έκανε η μάνα μου στην Πόλη εκείνη τη φορά που σας κάναμε το τραπέζι;

Η Όλγα και η Σούλα και κάθε Πολίτης, όλα τα θυμόταν από την Πόλη. Και γι’ αυτό όταν ήθελαν να κάνουν ένα γιορτινό τραπέζι σπεύδανε στου Μπενίτο. Ό,τι πιο κοντά στην παλιά τους πατρίδα, στον τόπο που γεννήθηκαν. Τα αρώματα του μαγαζιού έφερναν στο νου εκείνα τα χρόνια πριν τους βρει η συμφορά. Έστρωναν το τραπέζι, σήμερα, με τα πιάτα που έστρωναν οι γιαγιάδες τους στην Πόλη, μύριζε το σπίτι με τον παστουρμά, που ο Μπενίτο τον έκοβε με το χέρι, όσο παχύ και όσο λεπτό έπρεπε, μοσχοβόλαγε η καπνιστή η μελιντζνοσαλάτα, τα γεμιστά μύδια με το ρύζι μέσα στο κέλυφός τους ήταν μπουκιά και έκρηξη αρωμάτων. Και όλα αυτά ξύπναγαν αναμνήσεις για τους παλιότερους και έφτιαχναν το θησαυρό των αναμνήσεων για τα νεότερα μέλη της οικογένειας. Φυσικά οι νεότεροι δεν το ήξεραν εκείνη τη στιγμή, ότι γύρω από ένα τραπέζι υφαίνονται αναμνήσεις που σε ακολουθούν μια ζωή, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Στα τραπεζώματα με την οικογένεια ή με φίλους πάντα παρόντες αόρατοι είναι αυτοί που αγαπήσαμε και δεν πια μαζί μας. Οι γεύσεις και τα αρώματα στο τραπέζι είναι μια σπονδή που άθελά μας κάνουμε κάθε φορά που ένα πρόσωπο βγαίνει από το κουτάκι της μνήμης και κάθεται στη μια άκρη του τραπεζιού και μας χαμογελά αφού βλέπει ότι κοιτάμε μ’ εκείνα τα μάτια της ψυχής που έλεγε και ο συγγραφέας.

Μπενίτο, διες ποια έχω εδώ, πες στην Έβντο να βγει μισό λεπτό έξω. Η Όλγα μπρε, η γειτόνισσα μου. Ο Μπενίτο δεν την ανάγνωρισε αλλά δε χάλασε το χατίρι της γυναίκας του φίλου του. Η φυσική του ευγένεια έτσι κι αλλιώς δεν άφηνε πελάτη παραπονεμένο. Έτσι ευγενικοί ήταν κι οι γιοι του που είχαν με τα χρόνια αναλάβει κι αυτοί την θέση τους στα αλλαντικά. Ο Μπενίτο είχε μεγαλώσει πια και άφησε τα αλλαντικά που θέλουν πιο πολύ φροντίδα στα παιδιά. Εκείνος πήγε στον πάγκο δεξιά, που ήταν τα τυριά και κανόνιζε τα της μαγειρικής με την αόρατη Έβντο κι είχε το νου του την απέναντι βιτρίνα με τα φαγητά. Μην τυχόν κι αδειάσουν, να φωνάξει αμέσως για νέο γέμισμα. Η μαγείρισσα του μαγαζιού δεν ήθελε να φαίνεται άδεια η βιτρίνα, τσουρούτικη, το είχε για γρουσουζιά.

Ξανά βουρκώματα, ξαναξεχάστηκαν οι κοκεταρίες. Κανείς μέσα στο μαγαζί δε δυσανασχέτησε με την ολιγόλεπτη καθυστέρηση. Άλλωστε όποιος έμπαινε στου Μπενίτο ήξερε τους άγραφους κανόνες του «γιαβάς-γιαβάς». Τα σαλούμια και τα ζαμπόνια δεν είναι παίξε γέλασε. Έπρεπε να βγουν από την αεροστεγή τους συσκευασία, να κοπούν στη σωστή μηχανή, στο σωστό πάχος, να μπουν ανά ένα με ειδικό χαρτάκι ενδιάμεσα, να τυλιχτούν σωστά. Δεν είναι εργοστάσιο ο Μπενίτο, είναι ένας ναός των αλλαντικών και όπως τα καλά αλλαντικά θέλουν το χρόνο τους να ωριμάσουν, έτσι και θέλουν και το σωστό τρόπο να φτάσουν στον πελάτη. Και οι πελάτες του Μπενίτο το ήξεραν αυτό. Μπορεί να ήταν φασαριόζοι. Μπορεί σε άλλα μαγαζιά να κάνανε σαματά αν καθυστερήσει να τους εξυπηρετήσει κάποιος. Στου Μπενίτο ήταν όλοι σούζα. Άσε που όλο και κάποια ιστορία ξεθαβόταν και μια κουβεντούλα έκανε την αναμονή πιο ευχάριστη.
Τα τελευταία χρόνια η πελατεία είχε αλλάξει. Οι παλιοί Πολίτες μεγάλωναν, όπως και ο Μπενίτο. Έγιναν παππούδες με την μάμα Έβντο. Κι οι πελάτες τους λοιπόν μεγάλωναν. Κι όταν κάποιος μεγαλώνει, βαραίνει.
Η μάμα Έβντο μέσα από τον πάγκο χαιρετούσε τη Σούλα, τη φίλη της και την Όλγα – που ούτε κι αυτή τη θυμήθηκε αλλά δεν το έδειξε – όμως εκεί που ήταν στο σούπα-μούπες, λέει: Σούλα μου με συγχωρείς. Και γυρίζει στο Μπενίτο και τον αρχίζει. Καλά μπρε δε βλέπετε στον πάγκο απέναντι τι γίνεται. Και τα μύδια άδειασαν, και το χούμους, και οι ντολμάδες και έγω τα έχω μέσα και κάθονται. Πες με μπρε να γεμίσουμε τη βιτρίνα ο κόσμος περιμένει. Για ποιον τα μαγειρεύω εγώ, για μένα. Για τον κόσμο μπρε που έρχεται εδώ και θυμάται. Διες τη Σούλα μας με την Όλγα. Θα τις αφήσεις να κλαίνε ή θα τις σερβίρεις να ξαλεγράρει η καρδούλα τους! Άντε πάρε τα πόδια σου να γεμίσουμε τις πιατέλες.

«Συγγνώμη Σούλα μου» αλλά τον βλέπεις πώς με παιδεύει. Πιάνει την κουβέντα και ξεχνάει το μαγαζί.

Γιάννης Καφάτος

Σαν υστερόγραφο:  Ο Μπενίτο ήταν και στα δικά μας οικογενειακά μας τραπέζια, κι ας μην είμαστε Πολίτες. Ήταν ο ευγενικός κύριος που μπαίναμε, παιδιά, για τα κάλαντα και παρά την ουρά που περίμενε να εξυπηρετηθεί μας άφηνε να τα πούμε και μας έδινε και το χαρτζιλίκι του φυσικά.
Το μαγαζί έκλεισε την 1η Ιουνίου 2023 και η οδός Θέτιδος έχασε έναν σημαντικό πυρήνα γεύσεων και αναμνήσεων. Το Παλαιό Φάληρο αλλάζει, όπως η Αθήνα, όπως όλοι μας.
Οι ηρωίδες του κειμένου είναι φυσικά φανταστικές και με βοήθησαν να πω κι εγώ την ιστορία του Μπενίτο, όπως την έζησα και τη φαντάστηκα. Πηγή: viewtag.gr

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.