Οι πρώτοι κάτοικοι της Βουλιαγμένης




(Tα γεγονότα τα πιστοποιεί η Μαρία Κορδώνη- Διαπούλη, από τις πρώτες κατοίκους Βουλιαγμένης όπως τα εξιστόρησε σε κείνην ο Ηγούμενος Ρουμελιώτης. Ευχαριστώ την κ.Τίνα Κασιδόκωστα και την σελίδα “Vouliagmeni my love” για το σπουδαίο φωτογραφικό υλικό και τις πολύτιμες πληροφορίες – Ελενα Μανιάτη Νέο

Σωτήριον έτος 1880

Η Μονή Πετράκη έδρευε στο Κολωνάκι, σε ένα από τα πλέον αξιομνημόνευτα βυζαντινά κτίρια που αργότερα υποδέχθηκε και την Αρχιεπισκοπή. Ηγουμενία ασκούσε ο εκ Δημητσάνης Παρθένιος Πετράκης,ο οποίος ανέλαβε την αξιοποίηση και διευθέτηση του μοναστηριού στίς αρχές του 19ου αιώνα.

Πίσω από την Μονή υπήρχαν οικίσκοι όμοροι, κατά ειωθότα της εποχής ώστε μέσω της συστέγασης να προφυλάσωνται από τις Τουρκικές επιδρομές.Κάτοικοί τους ήταν δύο έφηβοι που γοητεύονται από τις καμπανοκρουσίες. Ενόψει της ενηλικίωσής τους και πρό του κινδύνου να επειτίνουν από τα Τουρκικά σώματα στρατού προτίμησαν να εστερνιθούν το σχήμα, παρά την απογοήτευσην και τις αντιδράσεις των γονέων τους. Είναι οι μετέπειτα μοναχοί Αρσένιος και Τιμόθεος.Κάποιον εξαιρετικά ζεστό Αύγουστο ζήτησαν από τον πατέρα του ενός που είχε μόνιππο (τότε άμαξα πολυτελείας)να το δανειστούν ώστε να μεταβούν σε περιοχή που θά μπορούσαν να κολυμπήσουν.



Με τις προμήθειές τους ακολούθησαν την οδό της Αγίας Φωτεινής σημερινής Λεωφ.Βουλιαγμένης.Μετά το τέλος του ευγχάρακτου δρόμου και αφού πεζοπόρησαν επί μακρόν συνάντησαν και κατάληξαν σε περιοχή με σχοίνα και αιωνόβια δένδρα,στο μονοπάτι πάνω από την Λίμνη εκεί που σήμερα τοποθετείται το parking. Μαγευόμενοι από την θέα απεφάσισαν να κατασκηνώσουν εκεί. Περπάτησαν πρός το μέρος της στέρνας και κατέληξαν στην όχθη της τότε λεγόμενης λίμνης με τα χέλια. Έδεσαν το άλογο σύθαμνα, καθώς δεν μπορούσε η καρότσα να ακολουθήσει την κατάβαση των βράχων και παρέμειναν στο σημείο αυτό για τρείς ημέρες για να κάνουν τα μπάνια τους.Μετά την επιστροφή τους στο μοναστήρι αφηγήθηκαν στον Ηγούμενο τα γεγονότα, και του πρότειναν να ανεγείρουν κατάλλυμα υπό την κτήτορα Μονή, ώστε εκ περιτροπής οι καλόγεροι να κάνουν τα μπάνια τους.

Ο ενθουσιασμένος Ηγούμενος προώθησε την ιδέα με αποτέλεσμα κοντά στη Λίμνη να κατασκευασθούν τρείς οικίσκοι των δέκα δωματίων ο καθένας (σύνολο 30) με την αρχιτεκτονική του κελλιού (πόρτα παράθυρο). Έτσι άρχισαν οι καλόγεροι να συχνάζουν εκ περιτροπής, καθώς στη μονή ανήκε και το μετόχι του Καρέα καθώς και εκείνο της Καισαριανής.Προιόντος του χρόνου όλο και περισσότερο εξεδείλωναν ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να κατασκευασθούν δύο διόροφα (σήμερα εκεί βρίσκεται το κέντρο Αγνάντι) όπου κάτω φιλοξενούνταν οι Δεσποτάδες και επάνω οι Μητροπολίτες. Ωστόσο η επιμηκεινόμενη παραμονή ήγειρε πρόβλημα σίτησης, έκτισαν τότε μαγειρείο εκεί που βρίσκεται σήμερα το εστιατόριο Λάμπρος, έφτιαξαν και τον φούρνο κοντά στη Λίμνη,τον οποίο εξεμίσθωσαν σε δύο Ρωσοπόντιους αδελφούς οι οποίοι με την σειρά τους ανήγειραν ένα σπιτάκι για να στεγάσουν τις οικογένειές τους.

Φυσικά το όλο έργο έπρεπε να συνοδεύεται και από μία εκκλησία τον Άγιο Παντελεήμονα, ως Άγιο προστάτη των ιαματικών λουτρών. Μέσα στον περίβολο της εκκλησίας ανεγέρθηκε νέο διόροφο,όπου έμενε ο Αρχιεπίσκοπος και ο Ηγούμενος και πολλές φορές εφιλοξενείτο ο τότε Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου και σύμβουλος του τότε Βασιλέως Γεωργίου Β’ Δημ.Πετρακάκος.

Μετά την απελευθέρωση έξωθεν του περιβόλου πολύ αργότερα εγκαταστάθηκε ο Α’ αστυνομικός σταθμός της Βουλ/νης υπό την διοίκηση ενωματάρχη με ένα γραφείο και ένα κρατητήριο. Οι υγειονομικές ανάγκες εξυπηρετήθηκαν από μία συστάδα τουαλλέτες στο σημείο της σημερινής παιδικής χαράς πρό του ξενοδοχείου Vouliagmeni Suittes,κοντά στη Λίμνη κατασκευάσθηκε δεύτερη συστάδα από τουαλλέτες και ένα ιατρείο που ο Brauwn ανακατέταξε και διευθέτησε στην πίσω πλευρά.

Ακόμα κατασκευάσθηκε ξύλινη εξέδρα με πασσάλους στη μεσημβρινή όχθη που οδηγούσε σε μεμονωμένη τετράγωνη μπανιέρα, πρός χρήση του Ηγούμενου και των Δεσποτάδων, παρόμοια πρός εκείνη που υπήρχε στο θαλάσσιο χώρο του σημερινού εστιατορίου Ακτή. Όλα αυτά τα έργα κατ’ αναφοράν του Ηγούμενου Ρουμελιώτη αναπτύχθηκαν κατά την δεκαετία 1880 – 1890.

Ο Βrauwn ήταν Ελληνοκαναδός υψηλού εισοδήματος, θείος της οικογενείας Ζωγράφου εκ Καλαβρύτων και το 1925 νοίκιασε από τον ΟΔΔΕΠ για 50 χρόνια τα οικήματα συνοδευόμενα από μεγάλη έκταση της Βουλ/νης.Μετά την αποχώρηση των ρασοφόρων αντικατέστησε τα διόροφα οικήματα με το ξενοδοχείο Ακτή. Δίπλα από το ξενοδοχείο υπήρχαν δύο οικίσκοι που νοίκιαζαν πλούσιοι Αθηναίοι και προπάντων οι οικογένεια Καστριώτη συγγενείς της Σοφίας Σλήμαν.

Από το 1928 η Μαρία Κορδώνη – Διαπούλη με την οικογένειά της επισκεπτόταν την περιοχή.Καλοκαίρι μαζί με τους γονείς και τα πέντε αδέλφια της κατέληξαν στην Πλατεία Παραθεριστών αλλά καθώς ο πατέρας ήταν απόστρατος του τότε Βασιλικού Ναυτικού χρησιμοποιούσε βαρκούλα και ψάρευε,ενώ μετέφερε την οικογένεια σε παρακείμενη σπηλιά του σημερινού κέντρου ΛΑΜΠΡΟΣ.

Ελλείψει σχολείων τον χειμώνα μεταφέρθηκαν στον Πειραιά.Με τους βομβαρδισμούς του Πειραιά κατά την Ελληνοιταλική σύρραξη επέστρεψαν στην Βουλ/νη μονιμότερα και κατέληξαν στα παραλίματα δωμάτια απ’ όπου οι Γερμανοί τους διέταξαν να μεταφερθούν 500 μέτρα μακρύτερα πρός την πλευρά της θάλασσας. Οπότε κατέληξαν στη σημερινή οδό Πανός που τότε αποκαλούνταν Γερμανικά.Το νησάκι Φλέβες ήταν μεγάλο οχυρό των Γερμανών, εβάριθρα στελεχωμένο από οικίσκους, θέατρο και οίκο ανοχής.Μετά την απελευθέρωση οι Άγγλοι μετέφεραν τον οίκο ανοχής σε σπιτάκι επί της σημερινής οδού Πανός 10. Για την εφθετότερη διευκόλυνση των Γερμανών είχαν επιταχθεί δύο ανεμότρατες υπό τον καπετάνιο Νίκο και τον μηχανικό Μήτσο αδελφούς της Μαρίας.

Ο ιδρυτής του προσκοπισμού στην Ελλάδα και Δ/ντής του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου Αθαν.Λευκαδίτης εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της περιοχής και γνωρίζοντας ότι και άλλες πολύ πλούσιες κυρίες των Αθηνών ομονοούσαν μαζί του αποφάσισε την χορήγηση δωρεάς εκ μέρους τους και ειδικώς εκ μέρους της Σοφίας Σλήμαν ώστε να γίνουν παιδικές κατασκηνώσεις για τα παιδιά των Αθηναίων.

Επί Δημαρχίας Σπ.Μερκούρη (παππού της αξέχαστης Μελίνας) που είχε παραθεριστική κατοικία δίπλα στο σημερινό εστιατόριο ΙΘΑΚΗ έγιναν ενέργειες να διαθέσει τότε 50.000 δρχ. το ίδρυμα Πεσματζόγλου ώστε να κατασκευασθεί η νοτιοδυτική πλευρά.Το 1913 επί Δημαρχίας Εμ.Μπενάκη κατασκευάσθη το τρίτο οίκημα όπου στεγάστηκε το μαγειρεία, το εστιατόριο και οι αποθήκες.Δυστυχώς κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο εγκαταλείφθηκαν τα πάντα. Το 1920 επισκέφθηκε το χώρο ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης,αργότερα Πατριάρχης Αλεξανδρείας και Κωνσταντινουπόλεως,ο οποίος αποφάσισε την ανέγερση Ορφανατροφείου της Μητροπόλεως Αθηνών κατά την ολική επισκευή, το 1920 ήρθαν τα πρώτα είκοσι ορφανά.Υποστηρικτής του Ορφανατροφείου υπήρξε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος.Το 1925 μετενομάσθηκε επίσημα σε Εκκλησιαστικό Ορφανατροφείο Βουλιαγμένης.

Το 1938 αναγέρθηκε και ο Ιερός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου,πολιούχου του Ορφανατροφείου.Το 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν το κτίριο και διέταξαν την εκκένωσήν του για να μείνουν οι ίδιοι και να εγκαταστήσουν την Ναυτική Διοίκησή τους.Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και μετέπειτα Αντιβασιλεύς Δαμασκηνός εφρόντισε για την μεταφορά των παιδιών στο Αρχοντικό Σημαντήρα της λεγόμενης ”Στέγης Πατρίδας”.

Μετά την απομάκρυνση των Γερμανών ο νομικός σύμβουλος της Εκκλησίας Χρ.Νεαμονιτάκης ανέλαβε το ίδρυμα και χάρις σε αυτόν επέστρεψαν τα παιδιά στο Ορφανατροφείο.Σπουδαία επίσης μορφή του Ορφανατροφείου υπήρξε η Μοναχή Δωροθέα ”Μητερούλα” η οποία για πάρα πολλά χρόνια προστάτευε και γαλούχησε τα ορφανά και τα άλλα παιδιά της Βουλ/νης που φοίτησαν στο Δημοτικό Σχολείο του Ορφανατροφείου.

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ Α’ ΑΣΤΙΚΟΥ ΙΣΤΟΥ

Κάθε Τρίτη γίνονταν λαική αγορά στο σημερινό parking της πλάζ της Βουλ/νης κάτω από αιωνόβια δένδρα. Εμπορεύματα όπως υφάσματα, τεπόζιτο λαδιού, τσουβάλια οσπρίων, ζάχαρης κλπ μεταφέρονταν με τετράτροχη άμαξα συνοδευόμενη και από Κοροπιώτες με γαιδουράκια που κουβαλούσαν φρούτα, κρασί, αυγά κλπ.Μετά την ανέγερση της πρωτογενούς εκκλησίας του Αγ.Παντελεήμονα και κατά την κατοχή την περιοχή επισκέφθηκε κάποιος ιερέας Φώτιος από τη Βάρη που λειτουργούσε περιστασιακά υπό τις ψαλμωδίες των γηγενών.

Μετά την έλευση όμως των Γερμανών και την ανάπτυξη συρματοπλέγματος ήταν ανέφικτος ο επιτάφιος και η Ανάσταση. Με την έλευση των Ιταλών η Αναστάσιμη λειτουργία γινόταν υποχρεωτικά μεσημέρι ώστε να μην εντοπίζουν το φώς των κεριών τα αεροπλάνα τη νύχτα.Ο Άγιος Γεώργιος κτίσθηκε μεταπολεμικά από τα Λ.Ο.Κ ως ναίσκος ελάχιστα ευρύτερος από εικονοστάσι,καθώς όμως δεν αρκούσε να ικανοποιηθούν οι θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων έγιναν ενέργειες διεύρυνσης του Ναού επί Προεδρίας Πάνου Αδαμόπουλου.Κατά τις αποφράδες εκείνες ημέρες της Γερμανικής Κατοχής που κορυφώθηκαν με τήν μεγάλη πείνα του 1941 προέκυψαν γεγονότα που θά μπορούσε κανείς να ανάγη σε κάποια Πρόνοια.

Σε κάποια επέτειο Αγ.Ελευθερίου προέκυψε ναυάγειο καραβιού στη Βουλ/νη που έγεμε από τσουβάλια σταριού αυτά άρκεσαν να σωθεί μεγάλο μέρος τοπικού πληθυσμού, αλλά και επισκέπτες από την Αθήνα,την Κοκκινιά και άλλες περιοχές. Ντόπιοι ψαράδες μάλιστα αλίευσαν τεπόζιτο μεγέθους φάλαινας, κοντά στη Φασκομηλιά γεμάτο ελαιόλαδο, που φυσικά εκείνη την εποχή ισοδυναμούσε με χρυσό. Επίσης πολύ συχνά αποψιλωνόταν το Άλσος στό ύψος της σημερινής Αεροπορίας,αφού η ξυλεία πουλιώταν στην Αθήνα.Ευτυχώς η μετέπειτα επεμβάσεις της χωροφυλακής έσωσαν τα υπολείμματα του ασυλείου.

Η περιοχή που είναι σήμερα η Μαρίνα της Βουλ/νης ονομαζόταν κόκκινα χώματα και είχε ανεμότρατες και βαρκούλες στό επονομαζόμενο Λιμάνι του Χαράρ.Οι δύο νησίδες ενώθηκαν αργότερα με την ξηρά και κατασκευάσθηκε η προβλήτα της Μαρίνας.Το τσιμεντόμενο καμμάτι εξελήχθηκε στην αριστερή είσοδο του λιμανιού.Κατά την δεκαετία 1950 – 1960 παραπλεύρως της Μαρίνας ο ζωγράφος Νίκος Ξένος διεμόρφωσε την πετρόκτιστη σπηλιά που υπήρχε εκεί σε πανέμορφο εκκλησάκι,τον Άγιο Νικόλαο.

Κατά τις διηγήσεις του Γεωργίου Κασιδόκωστας, ο πατέρας του Νικόλαος,διορισμένος φύλακας στη Λίμνη που ανήκε στον ΟΔΔΕΠ διατάχθηκε από τους ράσο φόρους, συνεπικουρούμενος μάλιστα από τέσσερεις εξ αυτών να μεταβεί με βάρκα και να κρημνίσουν την εκκλησία,καθώς είχε ανεγερθεί δίχως την αρμόδια άδεια. Στό μέσος της θαλάσσιας διαδρομής και καθώς ο ένας προσφωνούσε τον άλλο συνηδειτοποίησαν πως και οι πέντε ονομάζονταν ”Νίκος”, ταυτόσημα με τό όνομα του ζωγράφου κατασκευαστή και μέ τον τειμόμενο Άγιο έτσι παρετήθηκαν των ενεργειών τους,ώστε σήμερα μπορούμε να απολαύσουμε αυτό το εξαιρετικό ιδιάζον αρχιτεκτόνημα.

Το 1920 η συγκοινωνία εξυπηρετούσε υποτυπωδώς από αραμπά και αργότερα από λεωφορείο που εκκινούσε το πρωί και επέστρεφε αργά το απόγευμα.Η αφετηρία εντοπιζόταν κάτω από αιωνόβιο δένδρο παραπλεύρως της ταβέρνας ”Καλή Καρδιά”,στό σημερινό parking του ζαχαροπλαστείου Agua Marina.Παρά την ταβέρνα εδραζόταν για πολλά χρόνια το κουρείο του Ιορδάνη Λουιζίδη.Το 1960 με την διάνοιξη της οδού που ένωνε τη Λίμνη με την Βάρκιζα η συγκοινωνία διεξαγόταν από κουκουλοφόρα λεωφορεία των οποίων η εξωτερική λινάτσα έκανε εξαίρετο θόρυβο με τά μελτέμια. Φυσικά η διέλευση από το σημείο του σημερινού ”Παιδότοπου” παρυσίαζε υπερβολική κλήση και οι αναμένοντες στην πλατεία της Βουλ/νης εξήγειλλαν με φωνές υποδοχής την άφιξη του λεωφορείου από τον επερχόμενο κουρνιαχτό σκόνης.Τέλος άρχισαν να κυκλοφορούν και τα πειρατικά ΤΑΧΙ ,από τα οποία επωφελήθηκαν ιδιώτες κάτοχοι αυτοκινήτου.Στίς αρχές του αιώνα ο φωτισμός εξυπηρετούνταν με φαναράκια κατά τον πόλεμο αυτά υποκαταστάθηκαν από λάμπες πετρελαίου.Κατά τη θητεία του Α’ Κοινοτάρχη Π.Κόντου άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με την Ηλεκτική Εταιρεία.Το 1938 επί Προεδρίας Τ.Παπαβασιλείου ηλεκτροδοτήθηκε η Βουλ/νη.

Ο ΟΔΔΕΠ πίστωσε 100.000 δρχ. έναντι,ενώ η Εταιρεία δεν απάιτησαι τις 50.000δρχ.που έπρεπε να παραλάβει από το Ορφανατροφείο,ενώ τα υπόλοιπα παραχώρησε η Κοινότητα,αφού επέβαλε και μικρή εισφορά στους οικιστές.

Ο Brauwn είχε κατασκευάσει δεξαμενή στη πλευρά της θάλασσας περί το 1928.Έκτοτε ερχόταν η υδροφόρος από τον Πειραιά κάτω από το Λιμανάκι του εστιατορίου ”Λάμπρος” και πληρούσε τη στέρνα απ’ όπου παρελάμβαναν οι νερουλάδες νερό πρός διαμονή. Μετά την απομάκρυνση του Brauwn η δεξαμενή περιήλθε στομ ΟΔΔΕΠ ως ιδιοκτήτη της περιοχής,ενώ από το 1973 την επιμέλεια ύδρευσης ανέλαβε η Κοινότητα.Το 1944, μεταπολεμικά,η υδροφόρος εκωλύετο,έτσι η Κοινότητα απέκτησε δική της βάνα στό ύψος του Π.Φαλήρου απ΄όπου τα αυτοκίνητα φόρτωναν και διένειμαν το νερό,έως ότου με ενέργειες της Κοινότητας η περιοχή συνδέθηκε με την ΟΥΛΕΝ.

Kατά την Γερμανική κατοχή ο εργολάβος Μπαχάουερ έφερνε με ρυμουλκούμενο καμιόνι εργάτες από την Αθήνα πρός διάνοιξη του δρόμου που σήμερα αντιστοιχεί με τη Λ.Αθηνάς και οι παλαιότεροι ονόμαζαν Περιοχή είχαν κτίσει και μαγειρείο στό ύψος του σημερινού ξενοδοχείου Αρμονία, όπισθεν του οποίου σύχναζαν τα μικρά πεινασμένα Ελληνόπουλα ζητιανεύοντας τα περισσεύματα των Γερμανών. Η διαμονή τους εξυπηρετούνταν από μεγάλα στρατιωτικά τόλ αντί σκηνών.

Η διαρρύθμιση του ξενοδοχείου ΑΚΤΗ είχε αλλάξει,ώστε να εξυπηρετηθούν οι Γερμανοί ναύκληροι των υποβρυχίων.Γοητευμένοι από τον Όρμο της Βουλ/νης το 1941 κατασκεύασαν πρόχειρη προβλήτα μπροστά στο μαγαζί ”Λάμπρος”,όμως αφού τους τά διέλυσε η σοροκάδα, βρήκαν την ευκαιρία οι κάτοικοι να μαζέψουν τις σανίδες.Ο Γερμανός Διοικητής που είχε επιτάξει το Ορφανατροφείο μάζεψε από τα κτίρια ότι σιδερένιο αντικείμενο υπήρχε κρεββάτι, καροτσάκια κλπ και κατασκεύασε με αυτά και τσιμέντο στην αρχή του μώλου του Ν.Ο.Β μία προβλήτα για να αράζει την βενζινάκατό του.

Λόγω της φυσικής ομορφιάς της Βουλ/νης κατά τα Σαββατοκύριακα και τίς εορτές συνέρρεαν επισκέπτες από παντού. Είτε οικογενειακά με φορτηγά,είτε με λεωφορεία που είχαν το αδιαχώρητο,σε σημείο που οι επισκέπτες να κρέμωνται στίς εισόδους σαν τσαμπιά, ο κόσμος συγκεντρωνόταν και τό γλέντι ξεκινούσε από το μεσημέρι μέχρι περίπου τις 7 μ.μ όπου άρχιζε η επιστροφή.Υπήρχαν τα πρώτα γραφικά ταβερνάκια δίπλα στη θάλασσα,ενώ πρωτοστάτησε στο Μεγ.Καβούρι ο ”Ολυμπίτης”.

Εκεί σύχναζαν Πρωθυπουργοί,Υπουργοί και επώνυμοι ενώ ακολούθησαν οι ταβέρνες του ζωγράφου Πηλιούνη,”Το Ακρογιάλι”του Τόγκα,του Λιναρδάκη,του Δράκου,του Γαρμπή.Στην κεντρική πλατεία, κοντά στην στάση των λεωφορείων ήταν η ταβέρνα ”Καλή Καρδιά”και σε κοντινή απόσταση ο ”Βόλγας”.Μαγαζί Ρώσων ιδιοκτητών που κατά τα Δεκεμβριανά έκαψαν οι Εθνοφρουρό. Όταν αποκαταστάθηκε μετενομάσθηκε ”Σαρωνικός”,ενώ γειτόνευε με το μαγαζί του Ι.Χατζηγεωργίου ”Κύπρος”.

Στό συγκρότημα Brauwn μαγαζιά των Aφών Φουρναράκη, καθώς και του Π.Κουλουβάρη. Κοντά στη Λίμνη το εστιατόριο ”Λάμπρος”είχε πρωταρχεικά εκμισθωθεί από την Μονή Πετράκη στον Μόρισον και τον Αυγερινό, ενώ για ένα διάστημα στεγαζόνταν και παραστάσεις Καραγκιόζη. Στόν Άγιο Νικόλαο Πάλλων προπολεμικά υπήρχε το μαγαζί του Ανδριανίδη,ενώ μετά το 1960 ακολούθησε το μαγαζί του Γαρμπή.

Στό Πευκωτό πλησίον του σημερινού μνημείου των Λ.Ο.Κ ήταν το μαγαζί ”Γρηγόρης”του Μαργαρίτη.Στά περισσότερα μαγαζιά τα γλέντια προυποθέταν κιθάρες και ακορντεόν και στίς εκδρομές περιλαμβάνονταν ενάλιες βόλτες μέχρι την Βάρκιζα και τη Βούλα αρμενίζοντας με βαρκούλες.Γιά τους κυνηγούς βέβαια η περιοχή από την Πανός μέχρι την Τάσσιανι ήταν σπουδαίος κυνηγότοπος.Η Βουλ/νη σύν το χρόνο ανέπτυξε παράδοση στά θαλάσσια κυρίως αθλήματα με διεθνείς διακρίσεις.Τα Λ.Ο.Κ κάθε χρόνο διοργάνωναν γιορτή στη Λίμνη και οριοθετούσαν τις κολυμβητικές διαδρομές με σχοινιά.

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.