Το απόλυτο φιάσκο: Τι καθρεπτίζει στο πολιτικό τοπίο; (άρθρο του Γιάννη Λούλη)




Το ότι η διαχείριση του χιονιά οδήγησε σε απόλυτο φιάσκο, είναι ορατό στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Η πραγματικότητα είναι λοιπόν ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη περνάει τώρα τη χειρότερη φάση της. Την ίδια ώρα όμως και η αξιωματική αντιπολίτευση (όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις) περνάει τη δική της χειρότερη φάση. Ενώ η νευρωτική αντιπολιτευτική της τακτική είναι αδιέξοδη. Γενικότερα πάντως, το πολιτικό κλίμα είναι τοξικό, καθώς τα δύο μεγαλύτερα κόμματα είναι οι πηγές των τοξινών αυτών. Προκαλώντας έντονη ανησυχία για το πού οδηγούμαστε με το συγκεκριμένο πολιτικό προσωπικό.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους. Η κυβέρνηση είχε ενημερωθεί ότι έρχονταν βαρύς χιονιάς. Το εάν τούτο θα συνέβαινε λίγες ώρες πριν, ή λίγες μετά, είναι τριτεύον και η επίκληση πως αιφνιδιάστηκε είναι αστεία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το όποιο επιτελείο κάνει το αυτονόητο: Παίρνει τα αναγκαία μέτρα, με βάση το χειρότερο σενάριο. Παράλληλα, το επιτελείο του Μαξίμου θα έπρεπε να βρίσκεται σε άμεση επαφή με τον Χρήστο Στυλιανίδη, τον υπουργό που φέρει τον πομπώδη τίτλο της «Πολιτικής Προστασίας και της Κλιματικής Αλλαγής». (Τα περί «κλιματικής αλλαγής» είχαν προστεθεί στα υπουργικά του καθήκοντα είτε διότι ο ίδιος το είχε ζητήσει, είτε διότι κρίθηκε χρήσιμο για να ενισχυθεί το κύρος του, είτε και τα δύο.) Άλλωστε η απεγνωσμένη υπουργική επιστράτευσή του είχε πραγματοποιηθεί, εκ των υστέρων, μετά το φιάσκο της επιλογής του στρατηγού Αποστολάκη. Όμως ο συνδυασμός βιασύνης και ζήλου για να βρεθεί άμεση λύση στο πρόβλημα μέσω Στυλιανίδη, ήταν γκάφα ολκής. Λάθος όχι επιφανειακό, αλλά με βάθος και εύρος.

Όλα έγιναν γρήγορα και η κοινή γνώμη ήταν αδύνατο να τα σταθμίσει. Ούτε θα τολμούσε κάποιος, ανοιχτά, να αμφισβητήσει την αντικειμενική καταλληλότητα ενός επώνυμου και τιτλούχου «αδελφού Κυπρίου», σε κάποιο κυβερνητικό πόστο. Ακόμη περισσότερο όταν αυτός θα έρχονταν με ευρωπαϊκό άνεμο στα πανιά του. Όμως τα πράγματα, πέρα από υψιπετή, ήταν σαφές ότι επί πεζού επιπέδου δεν έδεναν με τίποτα! Από πού ως πού, ο Στυλιανίδης ήταν σε θέση να διαχειριστεί τη σκληρή και ωμή πεζότητα του αντικειμένου της Πολιτικής Προστασίας, χωρίς καμιά πρακτική στο πεδίο αυτό και χωρίς χειροπιαστή εμπειρία; Φυσικά, ο Στυλιανίδης θα μπορούσε να εμφανισθεί απλώς ως η εξωτερική διακόσμηση του όλου σκηνικού. Όμως το συγκεκριμένο αντικείμενο ‒και από προηγούμενες εμπειρίες‒ ήταν σαφές ότι απαιτεί μαχητές πρώτης γραμμής, με αντίστοιχες αντοχές. Ήταν λοιπόν ξεκάθαρο πως ο Στυλιανίδης ως προσωπικότητα δεν ήταν η κατάλληλη επιλογή. Ωστόσο, επιστρατεύθηκε ένα σενάριο πρόχειρο, όπου η ειδικότητα του Στυλιανίδη ήταν, υποτίθεται, γενικώς «η διαχείριση κρίσεων» και άρα αποτελούσε ιδανική επιλογή.

Τούτο το αφήγημα, ως ειδικού στη διαχείριση κρίσεων, κατασκευάσθηκε όταν η κυβέρνηση έστειλε στα ΜΜΕ το σχετικό μήνυμα. Η έμφαση δεν ήταν τόσο στο ότι ο νέος υπουργός θα ήταν στην πρώτη γραμμή της μάχης, αλλά στο ότι διέθετε επιτελικές ικανότητες! Το αφήγημα είχε φιλοτεχνηθεί. Η πραγματικότητα όμως είναι πως δεν υπάρχουν «γενικώς» ειδικοί στη διαχείριση κρίσεων. Λόγου χάρη, ο γράφων, ως επικοινωνιολόγος, μπορεί να διαχειριστεί κρίσεις μόνο στον τομέα της επικοινωνίας! Όχι σε άλλο επίπεδο. Ο δε Στυλιανίδης, αν είχε διαχειρισθεί κάποια υποτιθέμενη κρίση, τούτη (βάσει του βιογραφικού του) αφορούσε μόνο την επιδημία του Έμπολα! Κάτι δηλαδή παντελώς άσχετο με το αντικείμενο του καλείτο να διαχειρισθεί. Άλλωστε, το βράδυ του χάους, όταν εμφανίσθηκε τηλεοπτικά, ούτε σίγουρος για τον εαυτό του ήταν, ούτε έπειθε ότι ο σχετικός ρόλος ήταν κτήμα του. Ανασφάλεια ένιωθε. Ανασφάλεια εξέπεμπε.



Από όλα αυτά, η ομάδα του Μαξίμου («επιτελικό κράτος») ήταν λοιπόν αναπόφευκτο να υποστεί το σοβαρότερο πλήγμα της. Και ως γνωστόν αυτή αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της κυβέρνησης. Επίσης ο πρωθυπουργός είχε χρεωθεί την επιλογή Στυλιανίδη προσωπικά. Κάτι που τώρα τον δυσκολεύει στο να ξεκαθαρίσει το όλο ζήτημα. Για να είμαστε δίκαιοι πάντως, ο Στυλιανίδης είναι γεγονός ότι υπήρξε επιτυχημένος εκπρόσωπος τύπου του εμβληματικού Γλαύκου Κληρίδη, και για ένα διάστημα του Νίκου Αναστασιάδη. Το αντικείμενο εκείνο του ταίριαζε. Προσωπικά, έχοντας για πάνω από δυο δεκαετίες συμβουλευτικές επικοινωνιακές υπηρεσίες στην Κύπρο, σε μεγάλες επιχειρήσεις και τρεις προέδρους της Δημοκρατίας σε νικηφόρες εκλογικές μάχες (από τη Δεξιά ως την Αριστερά), έχω θετική άποψη για την παρουσία του Στυλιανίδη ως εκπρόσωπου Τύπου: Ήταν μετριοπαθής, ευγενής και αποτελεσματικός στα καθήκοντά του. Απλώς στη συγκεκριμένη συγκυρία ήταν παντελώς έξω από τα νερά του.

Το πώς θα διαχειρισθεί πλέον ο Κυριάκος Μητσοτάκης το όλο ζήτημα, μένει να διαπιστωθεί. Το τωρινό φιάσκο της Πολιτικής Προστασίας δεν αποτελεί πλέον απλή επικοινωνιακή πρόκληση, αλλά ουσιαστική. Ο νυν πρωθυπουργός καλείται να επιλύσει διάφορες κυβερνητικές αδυναμίες στο επίπεδο της πανδημίας και της οικονομίας. Επίσης, είναι για την ώρα τυχερός που οι αδυναμίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον ευνοούν. Όμως διαθέτει ένα δικό του πλεονέκτημα: Έχει σαφή υπεροχή έναντι του Αλέξη Τσίπρα σε πρωθυπουργική εικόνα. Κινδυνεύει όμως πλεόν να χάσει το στόχο της επόμενης αυτοδυναμίας από τον Ανδρουλάκη και την αίσθηση του νέου που εκπέμπει.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, η όποια προσπάθεια ανάκαμψής του δεν επιτυγχάνεται με μία καθημερινή μονότονα οξεία κριτική που έχει κουράσει και προκαλεί αδιαφορία. Αντί λοιπόν της εύκολης αυτής συνταγής, που ικανοποιεί μόνο τους σκληρά κομματικούς, θα έπρεπε εδώ και καιρό να είχαν γίνει δύο κομβικές και αυτονόητες κινήσεις: Πρώτον, ο Τσίπρας όφειλε να χτίσει μία αξιόπιστη πρωθυπουργική εικόνα. Δεύτερον, ο ίδιος όφειλε επίσης να αλλάξει συθέμελα το κόμμα του. Και οι δύο κινήσεις θα λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία, πολλαπλασιαστικά. Τίποτα από αυτά δεν έγινε. Κάποτε ο Τσίπρας ήταν το μεγάλο ατού του ΣΥΡΙΖΑ. Και δικαίως. Τώρα Τσίπρας και ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε έναν μοιραίο εναγκαλισμό.

Ανιχνεύοντας τη μεγάλη εικόνα στο σημείο αυτό μας χρησιμεύει ιδιαίτερα ένα πρόσφατο διεθνές παράδειγμα. Ο συντηρητικός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον σάρωσε τον Δεκέμβριο του 2019 ένα Εργατικό Κόμμα κλεισμένο στο δογματισμό και στη μίζερη ηγεσία του. Χαρακτηριζόμενο ως «η παλαβή Αριστερά» (όπως την αποκαλούν οι Βρετανοί αναλυτές). Μπροστά στο πρόβλημα αυτό τι έκανε όμως; Ο νέος ηγέτης του Εργατικού Κόμματος Κηρ Στάρμερ, όχι ιδιαίτερα χαρισματικός, αλλά ιδιαίτερα συγκροτημένος και ρεαλιστής. Άλλαξε το κόμμα του. Με μία νέα ηγετική ομάδα. Μία νέα εικόνα. Βρήκε το σωστό μείγμα μιας σύγχρονης κεντροαριστεράς μακριά από τις νεοφιλελεύθερες θέσεις του Μπλερ και τις αριστερίστικες αντιλήψεις του προκατόχου του στην ηγεσία του κόμματος Κόρμπιν. Η αντιπολίτευσή του ήταν ήρεμη, υπομονετική, όταν έπρεπε εντυπωσιακά συναινετική, και σωστά κλιμακούμενη όταν ο Τζόνσον άρχισε να κάνει σοβαρά λάθη. Τι συνέβη λοιπόν; Η ήρεμη δύναμη και η νέα συγκροτημένη εικόνα του Στάρμερ, άλλαξαν το σκηνικό. Ο Στάρμερ εξέπεμπε πλέον πρωθυπουργική στόφα. Τώρα το Εργατικό Κόμμα, μετά από πολλά χρόνια, προηγείται με 10%. Ό,τι έκανε ο Στάρμερ θα έπρεπε να είχε κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Το απόλυτο φιάσκο που περιγράψαμε φθείρει έντονα την κυβέρνηση. Όχι όμως καταλυτικά. Διότι οι προσδοκίες της κοινής γνώμης είναι, ούτως ή άλλως, περιορισμένες σε σχέση με το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Η όποια φθορά έχει υποστεί ο πρωθυπουργός είναι όντως ένα πρόσθετο ράγισμα, αλλά η εικόνα του αντέχει. Γιατί; Διότι διαθέτει ακόμα την ισχυρότερη πρωθυπουργική εικόνα. Αντίθετα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με μεγάλο χάρισμα και λάμψη, έχει πάψει να είναι ανταγωνιστικός στο πεδίο αυτό. Ό,τι κατάφερε ο Στάρμερ, που δεν έχει περάσει ακόμα από την πρωθυπουργία, δεν το ξαναέχτισε ο Τσίπρας με το ύφος της αντιπολίτευσής του. Αλλά και το κομματικό πρσωπικό που τον περιβάλλει. Φυσικά η κυβέρνηση έχει φθαρεί από το τελευταίο απόλυτο φιάσκο. Η αρχική αύρα της παντοδυναμίας της έχει αντικατασταθεί λίγο πολύ από το πλεονέκτημα του ότι θεωρείται το μη χείρον. Φυσικά αν πολλαπλασιαστούν τα λάθη της και η ίδια θα υποστεί βαθύτερη πληγή και το πολιτικό σύστημα γενικά θα κριθεί όλο και πιο παθογενές. Αυτό τείνει να συμβεί στην παρούσα φάση. Όπου και αν κοιτάξουμε.

Ο Γιάννης Λούλης, διδάκτωρ του Cambridge, είναι επικοινωνιολόγος, αναλυτής και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Το τελευταίο του είναι το: Άνομος κόσμος: Πώς φθάσαμε στην εποχή Τραμπ, Καστανιώτης, 2019. Για όλα τα βιβλία του: johnloulis.gr.

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.