1979: Ξεκλήρισμα σε δύο πράξεις στη Βάρη




Nίκος Τσέφλιος/astinomiko.gr

Τρία οστά και καμμένα ρούχα μέσα στο βαρέλι των σκουπιδιών ήταν ό,τι απέμεινε από την 62χρονη Σοφία Γουριώτη, που βρήκε το θάνατο από τα χέρια του ίδιου της του γιου, μέσα στο σπίτι τους στη Βάρη.

Ο 27χρονος Γιάννης, που αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα, ήταν άφαντος. Όταν επέστρεψε, βρήκε τους χωροφύλακες να κάνουν αυτοψία στη μονοκατοικία της οικογένειας, στη συμβολή των οδών Κωστή Παλαμά και Αθανασίου Διάκου, όπου είχε εκτυλιχτεί η τραγωδία.

«Να, αυτή είναι η Σοφία Γουριώτη», είπε ο ιατροδικαστής Πάνος Γιαμαρέλλος, δείχνοντας τα μακάβρια ευρήματα. Ο νεαρός ήταν εγκλωβισμένος στο δικό του κόσμο. «Ας την σκότωσα, εγώ την αγαπάω τη μάνα μου», έλεγε σαν χαμένος. Δίπλα του ο 62χρονος πατέρας του καταριόταν τη στιγμή που τον άφησε μόνο στο σπίτι με την σύζυγό του και βγήκε για μεροκάματο με το ταξί. Ο 27χρονος σκότωσε τη μητέρα του και της έβαλε φωτιά μέσα στη μπανιέρα. Ό,τι απέμεινε το πέταξε στα σκουπίδια. Την τέφρα την σκόρπισε στο λόφο 200 μέτρα μακριά. «Έτσι μου ήρθε και την σκότωσα», είπε λίγο αργότερα στους δημοσιογράφους. Όταν τον ρώτησαν εάν είχε μετανιώσει, απάντησε: «Γιατί να μετανιώσω; Αφού την αγαπούσα και την σκότωσα». Άβυσσος η ψυχή…



Ήταν 16 Μαρτίου 1979, όταν αποκαλύφθηκε το έγκλημα. Το προηγούμενο βράδυ ο Βαγγέλης Γουριώτης είχε δηλώσει την εξαφάνιση της συζύγου του στο Τμήμα Χωροφυλακής Βάρης. Είχε βγει από νωρίς το πρωί για δουλειά με το ταξί και όταν επέστρεψε βρήκε στο σπίτι μόνο τον 27χρονο γιο του. «Η μάνα μου πήγε εκδρομή. Ήρθαν κάτι φίλες της το πρωί και την πήραν», του είπε. Στην αρχή δεν ανησύχησε. Όμως οι ώρες περνούσαν και η 62χρονη γυναίκα δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Την αναζήτησε σε συγγενικά και φιλικά σπίτια, αλλά κανείς δεν την είδε δει. Μόλις επέστρεψε από τη Χωροφυλακή άρχισε να ψάχνει για οτιδήποτε που θα μαρτυρούσε την τύχη της συζύγου του. Όμως το σκοτάδι δεν βοηθούσε.

Το πρωί ο 65χρονος οδηγός ταξί κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού. Μέσα στη μπανιέρα υπήρχαν ίχνη φωτιάς. Ρώτησε το γιο του. «Η μαμά κάτι έφτιαχνε και έβαλε φωτιά», του απάντησε εκείνος. Όταν βρήκε μέσα στο βαρέλι των σκουπιδιών υπολείμματα από καμένα ρούχα, άρχισαν να τον ζώνουν τα «φίδια». Ειδοποίησε την Χωροφυλακή και λίγο αργότερα η οικογενειακή τραγωδία ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια του.

Η αυτοψία που έκαναν οι χωροφύλακες και τα στοιχεία που βρήκε ο ιατροδικαστής μαρτυρούσαν ότι ο 27χρονος Γιάννης είχε στραγγαλίσει τη μητέρα του με το σκοινί της μπουγάδας την ώρα που κοιμόταν και την μετέφερε στη μπανιέρα, στο υπόγειο του σπιτιού. Με μια καραμπίνα, που είχε αγοράσει δύο εβδομάδες νωρίτερα, την πυροβόλησε δύο φορές για να βεβαιωθεί ότι ήταν νεκρή. Στη συνέχεια κουβάλησε ένα στρώμα, πάνω στο οποίο έβαλε το πτώμα της άτυχης γυναίκας, το σκέπασε με τρεις κουβέρτες, έριξε πετρέλαιο και έβαλε φωτιά. Τα απομεινάρια τα πέταξε στο βαρέλι των σκουπιδιών και την τέφρα την σκόρπισε μακριά. Περιπλανήθηκε για λίγη ώρα και επέστρεψε στο σπίτι σα να μην είχε συμβεί τίποτα.

Ο 27χρονος συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Ασφάλεια Προαστίων για να δώσει τη δική του εξήγηση. Από πολύ μικρός είχε διαγνωστεί με νευροφυτικές διαταραχές και γι’ αυτό είχε πάρει απαλλαγή από το Στρατό. Στο παρελθόν είχε νοσηλευτεί σε νευρολογικές κλινικές. «Αγαπούσα πολύ τη μάνα μου γιατί με αγαπούσε κι εκείνη», είπε στους αξιωματικούς. «Και τον πατέρα μου το ίδιο. Δεν έκανα ποτέ κακό σε κανέναν, ούτε θα κάνω». Το αρρωστημένο μυαλό του είχε διαγράψει τις τραγικές στιγμές που είχαν προηγηθεί στο σπίτι. Με το ίδιο όπλο είχε σκοτώσει λίγες ημέρες νωρίτερα ένα σκυλί στη γειτονιά. «Έτσι μου ήρθε», είπε στον πατέρα του, όταν τον ρώτησε γιατί το έκανε.

Η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στο εξοχικό σπίτι στη Βάρη, από τότε που έδωσε αντιπαροχή ένα οικόπεδο στη Δάφνη, περιμένοντας να τελειώσει η πολυκατοικία για να μπει στο καινούργιο διαμέρισμα. Όμως η μοίρα είχε αποφασίσει άλλα… Την επόμενη ημέρα ο νεαρός οδηγήθηκε στον εισαγγελέα Χρήστο Μαρκογιαννάκη, ο οποίος άσκησε σε βάρος του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, κατά τρόπο ιδιαζόντως απεχθή και τον παρέπεμψε στον ανακριτή για να απολογηθεί. Όταν τον ρώτησε γιατί σκότωσε τη μητέρα του, ο 27χρονος απάντησε: «Για λόγους της στιγμής». Ο ανακριτής διέταξε την διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία συμπεριελήφθη στη δικογραφία.

To βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έκρινε ότι ο Γιάννης Γουριώτης δεν είχε ικανότητα προς καταλογισμό. Απαλλάχθηκε κάθε κατηγορίας και διατάχθηκε ο εγκλεισμός του στο δημόσιο ψυχιατρείο Αθηνών, διότι κρίθηκε ιδιαίτερα επικίνδυνος λόγω σχιζοφρενικής ψύχωσης.

Μετά από τρία χρόνια ο Γιάννης Γουριώτης επέστρεψε στο σπίτι του, υποτίθεται υγιής και αργότερα έπιασε δουλειά στην βιομηχανία πλαστικών «Αργώ» στο Κορωπί. Μόνο που η οικογενειακή τραγωδία δεν είχε ολοκληρωθεί. Στις 11 Μαΐου 1989 σκότωσε μέσα στο ίδιο σπίτι στη Βάρη τον 72χρονο πατέρα του και την 64χρονη μητριά του Κατερίνα! Τους πυροβόλησε με καραμπίνα, την ώρα που είχαν ξαπλώσει στην κρεβατοκάμαρά τους, τύλιξε τα πτώματά τους με κουβέρτες, τους έβαλε φωτιά με πετρέλαιο και έθαψε τα απομεινάρια σε διαφορετικά σημεία στην αυλή του σπιτιού. Μόλις ξημέρωσε, έπλυνε το πάτωμα και τους τοίχους, πήρε το ματωμένο στρώμα και το έκαψε κι αυτό. Οι γείτονες είδαν τον πυκνό καπνό και ειδοποίησαν την Πυροσβεστική και την Αστυνομία και το έγκλημα αποκαλύφθηκε. Ο 37χρονος δράστης πήρε ξανά τον γνώριμο δρόμο για το δημόσιο ψυχιατρείο, καθώς για άλλη μια φορά η δικαιοσύνη αποφάνθηκε ότι είχε το ακαταλόγιστο…

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.