Η Σπηλιά του Κίτσου, στον Θορικό Λαυρίου
Αττική, 40.000 χρόνια πριν από σήμερα.
Η Γαλλοελληνική έρευνα στη Σπηλιά του Κίτσου, στον Θορικό Λαυρίου, πραγματοποιήθηκε υπό την υποδειγματική οργάνωση της Νicole Lambert, από το 1968 ως το 1975. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως τα πρώτα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή του Λαυρίου και τα αρχαιότερα στην Αττική, που χρονολογούνται στην Παλαιολιθική Εποχή, γύρω στο 40.000 π.Χ. Αυτό μαρτυρούν τα πρωτόγονα λίθινα εργαλεία, των θηρευτών και τροφοσυλλεκτών της εποχής, που βρέθηκαν εντός του σπηλαίου.
Η αρχαιολόγος, Όλγα Αποστολοπούλου – Καβογιάννη μας πληροφορεί:
“35.000 χρόνια αργότερα επιστρέφουν και πάλι στην σπηλιά του Κίτσου, στην οποία κατοικούν (ολοχρονίς ή κατά μικρότερες περιόδους) συνεχώς από το 5.000 π.Χ. έως το 3.000 π.Χ.
Από τα οστά 18 ατόμων που βρέθηκαν μέσα στα στρώματα τηςσπηλιάς συμπεραίνουμε ότι είχαν μέτριο ύψος και πολύ λίγοι έφθαναν σε γήρας.
Η περιοχή, την εποχή αυτή, καλύπτεται από δάση κυρίως πεύκων και θάμνους όπου θηρεύουν άγρια ζώα (ελάφια, καφέ αρκούδες, λύγκες, λύκους, αλεπούδες, αγριογούρουνα και κυρίως λαγούς και πουλιά), με τελειοποιημένα όπλα, όπως αιχμές βελών. Ακόμη συνέλεγαν κοχύλια και σαλιγκάρια στα ποτάμια και τις ακτές της θάλασσας, αλλά φαίνεται ότι ακόμη δεν ψαρεύουν. Έχουν αρχίσει να εκτρέφουν ζώα, κυρίως κατσίκες και χοίρους και στα τέλη της Νεολιθικής εμφανίζεται και ο σκύλος. Καλλιεργούν ίσως τη γη ή προμηθεύονται δημητριακά από γειτονικούς οικισμούς γεωργών.
Μέσα στη σπηλιά ανάβουν φωτιές για να φωτίζονται, να θερμαίνονται και να ψήνουν τις τροφές τους, είτε πάνω στις στρωμένες πλάκες της εστίας, είτε σε μεγάλα αγγεία.
Οι άνθρωποι που κατοικούσαν στη σπηλιά γνωρίζουν να γνέθουν το νήμα και προφανώς να υφαίνουν και να κατασκευάζουν υφάσματα, από τα οποία ράβουν τα ενδύματά τους. Χρησιμοποιούν λοιπόν σφονδύλια για να στρίβουν με το αδράχτι το νήμα και κοκάλινες βελόνες για να ράβουν. Για να στερεώνουν στο σώμα τους τα ενδύματα χρησιμοποιούν προσεκτικά δουλεμένα τμήματα οστών ως κουμπιά.
Ο εξοπλισμός της κατοικίας συμπληρωνόταν από σειρές ποικιλόσχημων και ποικιλόχρωμων αγγείων, διαφόρων μεγεθών, που είναι εντυπωσιακά από άποψη τεχνικής, αλλά και τέχνης. Είναι αγγεία για την κατανάλωση φαγητού και ποτού, που αποδεικνύουν όμως την ανάπτυξη υψηλής καλαισθησίας, αλλά και εξειδικευμένες διατροφικές συνήθειες.
Στο αρχαιότερο στρώμα, αυτό της Νεότερης Νεολιθικής εποχής (5η χιλιετία π.Χ.), έχουν βρεθεί φιάλες, μπωλ, αμφορίσκοι και φρουτιέρες με ανοιχτόχρωμη επιφάνεια διακοσμημένη με σχέδια σε καστανό ή ερυθρωπό χρώμα, μερικά αγγεία με μαύρη επιφάνεια και λευκά σχέδια και άλλα με απλή στιλβωμένη επιφάνεια, που μερικές φορές επιχρίονται με κόκκινη ώχρα. Τα σχήματα των αγγείων έχουν πλασθεί από έμπειρα, εξειδικευμένα χέρια, όπως το ίδιο έχει γίνει και με τη διακόσμησή τους. Γνωρίζουμε επίσης ότι έπλεκαν καλάθια.
Στην επόμενη εποχή, την Τελική Νεολιθική (4η χιλιετία π.Χ.), η κεραμική τέχνη φαίνεται πιο απλοποιημένη. Τα σχήματα των αγγείων είναι σχεδόν αποκλειστικά βαθιές φιάλες μονόχρωμες, ενώ την ίδια αυτή εποχή κατασκευάζουν άβαφα αγγεία, τα οποία διακοσμούν με ωραία εγχάρακτα και στικτά ή αυλακωτά σχέδια.Υπάρχουν ακόμη μεγάλα πιθάρια για την αποθήκευση τροφών, δημητριακών ή οσπρίων. Συχνά τα πιθάρια είναι διακοσμημένα με επίθετα κοσμήματα.
Ο άνθρωπος της Νεολιθικής εποχής έχει ανεπτυγμένη τη φιλαρέσκεια, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να χρησιμοποιεί για τον καλλωπισμό του κοκάλινες χτένες και να στολίζει τον εαυτό του με περιδέραια από ωραία κοχύλια και απλές
ή πολύχρωμες πέτρες, αλλά ως έκφραση της υψηλής πνευματικότητας του είχε την ικανότητα να δηλώνει τις βαθιές επιθυμίες και τους φόβους του με σύμβολα, όπως φαίνεται από τα μικρά εξαρτήματα που έφερε στον λαιμό, που το ένα παριστά ένα ωραία λαξευμένο σε λίθο ανδρικό όργανο, το άλλο ομοίωμα ανθρώπινης
μορφής και ένα άλλο αρκουδάκι σκαλισμένο σε κόκαλο. Με τον πνευματικό του βίο επίσης συνδέεται και η απεικόνιση ανθρώπινης μορφής, ένα μικρό πήλινο ειδώλιο. Τα ειδώλια δεν γνωρίζουμε εάν αποτελούν απεικονίσεις κάποιας
θεότητας, αναπαραστάσεις της ανθρώπινης μορφής ή κωδικοποιημένα σύμβολα
επικοινωνίας, όπως έχει προταθεί.”
Τον 19ο αιώνα και κυρίως τις δεκαετίες του 1850 και 60 ο περίφημος λήσταρχος της εποχής, Κίτσος, χρησιμοποιεί το σπήλαιο ως ορμητήριο. Από αυτήν του την δράση, το σπήλαιο σήμερα είναι γνωστό με το όνομα του:
Το σπήλαιο του Κίτσου.
Στην φωτογραφία, ο νυν κάτοικος του σπηλαίου, μια νυχτερίδα Rhinolophus hipposideros.
Πηγή: Γεωμυθική