Γιάννης Λούλης: Η «τέλεια καταιγίδα» και η μεγάλη πρόκληση




Ζούμε σε απρόσμενους καιρούς. Αυτοί ήδη ήσαν βεβαρυμένοι με πολιτικές και οικονομικές τοξίνες στις καπιταλιστικές δημοκρατίες. Πολύ πριν από τον κορονοϊό. Μετά ήρθε το απρόσμενο φαινόμενο της πανδημίας. Το συγκεκριμένο και βεβαρυμένο ήρθε να προστεθεί στο απρόσμενο. Αυτά τα δύο λειτουργούν αθροιστικά. Έτσι αποτελούν πρόκληση και απειλή. Άλλωστε μια εύλογη αγωνία προστίθεται στην ασάφεια και οδηγεί σε ένα σαφές ερώτημα: Μπορεί το συγκεκριμένο πολιτικό προσωπικό και τα υπάρχοντα πολιτικά συστήματα να αντιμετωπίσουν την πρόκληση και την απειλή;

Ας ξεκινήσουμε πρώτα από τη Βρετανία. Ως γνωστόν, πρόσφατα ο συντηρητικός Μπόρις Τζόνσον πέτυχε συντριπτική νίκη στις εκλογές, παραμερίζοντας συνειδητά το εικόνισμα του Θατσερισμού. Αντ’ αυτού, πέρα από την καθαρή θέση του υπέρ του Brexit, εξέπληξε με δεσμεύσεις για μαζικές δημόσιες δαπάνες, τόσο για την αναζωογόνηση υποβαθμισμένων εργατουπόλεων (κερδίζοντας πολλές από αυτές από το Εργατικό Κόμμα), όσο και για τη στήριξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS) δημιούργημα και σύμβολο των Εργατικών. Δεν είναι όμως, μόνο αυτά που συμβαίνουν στη Βρετανία. Κυριαρχεί εκεί ένας αφορισμός που ανήκει στον ινδικής καταγωγής υπουργό Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ, 39 ετών (τον δημοφιλέστερο για την ώρα πολιτικό της χώρας) που δηλώνει: «Αυτοί δεν είναι καιροί για ιδεολογήματα και δόγματα»! Τον αφορισμό θα συνόδευε ένα πρωτοφανές πρόγραμμα δημοσίων δαπανών, που μέρα με τη μέρα κλιμακώνονται, και περιελάμβανε δάνεια, καταβολή του 80% των μισθών σε όσους τέθηκαν προσωρινά εκτός εργασίας (μέχρι 2.500 λίρες) και κοινωνικές δαπάνες ύψους 7 δις. Για να χειροκροτήσει τα μέτρα το πιο αριστερόστροφο εργατικό συνδικάτο! Ενώ το εμβληματικό κεντροαριστερό περιοδικό New Statesman θα έγραφε για την «Επιστροφή του Προστατευτικού Κράτους».
Μέσα στο κλίμα αυτό ήρθε και, προηγήθηκε μάλιστα, το κύριο άρθρο των Financial Times στις 4 Απριλίου. Πρόκειται για μια εφημερίδα που ως γνωστόν αποτελεί το βαρύ χαρτί ενός όχι ακραίου καπιταλισμού. Έγραφαν λοιπόν οι F.T. χαρακτηριστικά πως ο ιός «ξεγυμνώνει το εύθραυστο κοινωνικό συμβόλαιο των καπιταλιστικών χωρών». Καταγγέλονταν λοιπόν απερίφραστα οι ακραίες ανισότητες που εντάθηκαν μετά το 2008. Διατυπώνονταν επίσης προειδοποιήσεις πως πρέπει να παρθούν μέτρα για να μη συμβεί το μοιραίο: Αυτές να αυξηθούν, ακόμη πιο πολύ, μέσα στην πανδημία. Ομολογείτο πως οι καπιταλιστικές δημοκρατίες είχαν χάσει τον έλεγχο στο πεδίο της κοινωνικής συνοχής. Οι F.T. καλούσαν τις κυβερνήσεις να δημιουργήσουν ένα «κοινωνικό συμβόλαιο που να ευνοεί όλους». Ώστε οι πολίτες να νιώσουν, και ειδικά οι πιο ευάλωτοι οικονομικά, ότι «στη μάχη είμαστε όλοι μαζί»! Με δεδομένο άλλωστε ότι μετά την κρίση του 2008 το κόστος έπεσε ολόκληρο στους οικονομικά αδύναμους. Και οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι. Πολύ πλουσιότεροι!

Για τη δραματική αύξηση των ανισοτήτων μετά το 2008, έχουν γραφτεί πολλά. Σήμερα φαντάζουν ακόμη πιο επίκαιρα. Το φαινόμενο υπήρξε γενικό, όμως στην Αμερική τα πράγματα έφθασαν στα άκρα. Πάντως, οι κοινωνικές ρηγματώσεις που προκάλεσαν οι ανισότητες, ήρθαν να προϋπαντήσουν άλλη μια κρίση που επωάζονταν: Αυτή της διαρκούς υποβάθμισης των ικανοτήτων του πολιτικού προσωπικού των καπιταλιστικών δημοκρατιών. Έτσι οι ψηφοφόροι καλούντο να διαλέξουν, όλο και συχνότερα, ανάμεσα στο «μη χείρον» . Τούτο εμφανίσθηκε εκρηκτικά στις προεδρικές εκλογές της Αμερικής του 2016, στη μάχη μεταξύ Τραμπ και Κλίντον, με τα γνωστά αποτελέσματα: Να μπούμε δηλαδή στην «Εποχή Τραμπ» (την οποία αναλύω στο οικείο βιβλίο μου). Παράλληλα η απόλυτη ανομία της εποχής Μπους του νεότερου, συνοδεύθηκε από τα παρεμφερή χνάρια του Ομπάμα. Απαξιώθηκαν έτσι οι φιλελεύθερες αξίες. Με ενίσχυση των αντιδημοκρατικών δυνάμεων.

Οι βαθιές ανισότητες πλέον στοιχειώνουν τις δημοκρατικές κοινωνίες. Ενώ η οργή όσων νιώθουν «ξεχασμένοι» από το σύστημα, έχει τροφοδοτήσει την απήχηση του ακροδεξιού λαϊκισμού. Στην Αμερική κάποτε (το 1981) το πλουσιότερο 1% κέρδιζε 27 φορές περισσότερα από το χαμηλότερο 50%. Ενώ πλέον το 2016 κερδίζει 81 φορές περισσότερα! (Ian Bremmer) Όπως τεκμηριώνει στο πολυσυζητημένο βιβλίο του ο Branko Milanovic (Global Inequality) οι οικονομικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί παντού θεαματικά και κυρίως στις αγγλοσαξωνικές χώρες. Θύμα της τάσης αυτής είναι ακόμη και η Γερμανία που εμφανίζεται ως πρότυπο σύνεσης στην Ε.Ε. Μόνο η Σουηδία συντηρεί αρκετά την κοινωνική της εικόνα. Όμως εκείνο που είναι άκρως ανησυχητικό –και δεν έχει τονισθεί αρκετά– είναι ότι παγκοσμίως η μεσαία τάξη (με βάση τους σχετικούς δείκτες) στις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες αντί να αυξάνεται, συρρικνώνεται μέσα στο χρόνο! Και εδώ πρωταγωνιστεί αρνητικά η ηγέτιδα του «δημοκρατικού στρατοπέδου», η Αμερική. Σημαντικά τμήματα της αμιγώς μεσαίας τάξης, πέφτουν σε χαμηλότερη κατηγορία! Μόνο η Σουηδία, από τις προηγμένες οικονομίες, «αντέχει» στην αμείλικτη τροχιά ενός καπιταλισμού που διευρύνει διαρκώς τα κοινωνικά ρήγματά του.



Είναι φανερό επίσης πως είμαστε αντιμέτωποι με μία σοβαρότατη στρέβλωση του πολιτικού συστήματος των καπιταλιστικών δημοκρατιών. Μελέτες πολιτικών επιστημόνων στην ηγέτιδα δύναμη του καπιταλισμού, την Αμερική, δείχνουν πως η νομοθετική εξουσία επηρεάζεται καταλυτικά πλέον από πανίσχυρα οικονομικά συμφέροντα και τα λόμπυ τους (Gilens και Page). Όπως σημειώνει ο Milanovic, στις συντριπτικές περιπτώσεις η νομοθετική εξουσία υποτάσσεται στους πολύ εύπορους και τις απαιτήσεις τους. Χαρακτηριστική είναι η ισχύς των λόμπυ των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών με δαπάνες πάνω από εκείνες των οπλικών συστημάτων (Robert Reich). Αυτά έχουν εμποδίσει τη δημιουργία κρατικού συστήματος υγείας! Φυσικά, και στην Ε.Ε. τα λόμπυ των ισχυρών συμφερόντων αυξάνουν διαρκώς την επιρροή τους. Με δυο λόγια, στην εποχή μας, οι οικονομικά ισχυροί είναι πιο πολιτικά ισχυροί παρά ποτέ (Reich, Milanovic, Gilens). Ακόμη και ο Τραμπ αναγκάσθηκε να πάρει πίσω τη δέσμευση του 2016, για αύξηση της φορολογίας των πλουσίων. Υπό την πίεση των βουλευτών του ρεπουμπλικανικού κόμματος στο Κογκρέσο δεν τη διατήρησε απλώς, αλλά τη μείωσε.

Δυστυχώς στην Αμερική, το ότι ο Μπάιντεν κέρδισε το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος (αντί του ριζοσπάστη Σάντερς), καθιστά βέβαιο πως δεν πρόκειται να υπάρξει ένα παγκόσμιο σήμα από την καπιταλιστική υπερδύναμη ότι οι ανισότητες πρόκειται να μειωθούν δραστικά. Βέβαια υπό την πίεση των ιδεών του Σάντερς, ο Μπάιντεν εμφανίζεται με μια πλατφόρμα που, θεωρητικά, είναι πιο αριστερόστροφη από εκείνη του Ομπάμα. Όμως και ο Ομπάμα, μόλις είχε κερδίσει το χρίσμα, εγκατέλειψε τον ισχνό ριζοσπαστισμό του στην οικονομία και τη μάχη κατά των ανισοτήτων. Που έκτοτε –υπό την προεδρία του– εντάθηκαν ακόμη περισσότερο.
Αυτό που συμβαίνει με τον κορονοϊό, θα μπορούσε να περιγραφεί με τον αγγλοσαξωνικό όρο ως η «τέλεια καταιγίδα». Ήρθε από το πουθενά. Σαρωτικά. Πάνω σε καπιταλιστικές δημοκρατίες γεμάτες ρήγματα. Αυτές, μετά την πλήρη απαξίωση των νεοφιλελεύθερων συνταγών το 2008, αναγκάζονται να ανακαλύψουν το κράτος. Με μισή καρδιά. Είναι άλλωστε το μόνο όπλο που διαθέτουν. Οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες είναι ήδη ένα σημαντικό βήμα, καθώς επιστρέφει ο Κεϋνσιανισμός. Αυτό το βήμα πάντως είναι ατελές αν δεν συνοδευθεί από μια συγκροτημένη και επίμονη στρατηγική. Με στόχο την ανάπτυξη.
Όμως και τούτο δεν αρκεί. Υπάρχουν στρεβλώσεις δεκαετιών. Παντού. Αυτές πρέπει να αναγνωρισθούν, όποιες και να ’ναι οι δοξασίες των κυβερνώντων. Εδώ η αποστροφή του Ρίσι Σουνάκ, πάει γάντι. Πέρα από αυτά όμως, το κεντρικό ζητούμενο είναι ένα και απολύτως κομβικό: Επιβάλλεται, όχι ιδεολογικά, αλλά ρεαλιστικά, μια δραστική πολιτική αναδιανομής του πλούτου. Όλα τα άλλα, είναι δευτερεύοντα. Διότι μόνο έτσι θα συσπειρωθούν οι κοινωνίες απέναντι στην «τέλεια καταιγίδα». Ζητούμενο λοιπόν είναι ένα ικανό και ριζοσπαστικό ανθρώπινο προσωπικό. Με αυτούς τους στόχους. Όμως τώρα, φθάνουμε στα δύσκολα. Μπορεί το όλο και πιο γυμνό σε ικανότητες προσωπικό να αντιμετωπίσει την καταιγίδα; Ας είμαστε ειλικρινείς. Και ρεαλιστές. Δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά. Και τα λίγα όμως, κάτι είναι και αυτά! Ο Γιάννης Λούλης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.