Η επίδραση της διαταραχής άγχους αποχωρισμού στις διαπροσωπικές σχέσεις
Η Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού είναι το υπερβολικό άγχος στο χωρισμό από τις βασικές φιγούρες προσκόλλησης. Αρχικά, θεωρήθηκε διαταραχή παιδικής και εφηβικής ηλικίας (Childhood Separation Anxiety Disorder – CSAD), μέχρι την πέμπτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (APA,2013). Σήμερα, είναι γνωστό ότι η Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού μπορεί, είτε να συνεχιστεί από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή, είτε να εμφανιστεί μετά την ενηλικίωση. Η Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού Ενηλίκων (Adult Separation Anxiety Disorder – ASAD) παρουσιάζει παρόμοιες κλινικές εκδηλώσεις με τον παιδικό πληθυσμό. Έχει συσχετιστεί με διάφορες συννοσηρές ψυχικές διαταραχές όπως: αγχώδεις διαταραχές, κρίσεις πανικού, κοινωνική φοβία, αγοραφοβία, διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) και διαταραχές προσωπικότητας.
Το 1977 ο Bowlby ορίζοντας την προσκόλληση έγραψε: «Η συμπεριφορά προσκόλλησης νοείται ως μια οποιαδήποτε μορφή συμπεριφοράς που οδηγεί ένα άτομο στην προσπάθεια να διατηρήσει την εγγύτητα με κάποιο άλλο άτομο της επιλογής του (…). Αν και είναι πιο συχνό να εκδηλώνεται έντονα στα βρέφη και τα μικρά παιδιά, συνεχίζει να είναι έκδηλο καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής, ειδικά όταν είναι κανείς συναισθηματικά φορτισμένος, στενοχωρημένος, άρρωστος ή φοβισμένος» (Ainsworth, 1985).
Η Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού (SAD) αναγνωρίστηκε ως διαταραχή της παιδικής ηλικίας από το DSM-3. Η κεντρική φαινομενολογία της SAD επικεντρώνεται στην απροθυμία αποχωρισμού από τις σημαντικές φιγούρες προσκόλλησης, λόγω του φόβου ότι κάτι τρομακτικό μπορεί να συμβεί (Lewinsohn, 2008). Στο DSM-5 (2013) η Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού, ταξινομείται υπό τον τίτλο: «Διαταραχές συνήθως διαγνωσμένες σε βρέφη, παιδιά και εφήβους». Ο τίτλος παραβλέπει τους ενήλικες, το DSM-5, όμως, δεν αποκλείει η εν λόγω διαταραχή στους ενήλικες, να εντοπίζεται στην έντονη δυσφορία σε απώλεια γονέων και σημαντικών άλλων (Bögels et al, 2013). Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι τα κύρια συμπτώματα του άγχους αποχωρισμού μπορούν να εκδηλωθούν για πρώτη φορά και στην ενήλικη ζωή (Manicavasaga et al, 1997; Silove et al., 2002; Shear et al. 2006).
Έχει παρατηρηθεί ότι οι ενήλικες που εκδηλώνουν Διαταραχή Πανικού, αναφέρουν συχνά ιστορικό άγχους αποχωρισμού στην παιδική του ηλικία (Klein, 1993 στο Bögels et al, 2013). Επιπλέον, η διαφοροδιάγνωση μεταξύ Γενικευμένης Αγχώδους Διαταραχής (GAD) και Διαταραχής Άγχους Αποχωρισμού (ASAD) κρίνεται σημαντική. Κεντρικό χαρακτηριστικό των ατόμων με ASAD είναι η προσκόλληση προς τους σημαντικούς άλλους και ο φόβος της απώλειας τους.
Τα αίτια εκδήλωσης Άγχους Αποχωρισμού μπορεί να είναι πρώιμες εμπειρίες αποχωρισμού ή απώλειας (π.χ., αλλαγή περιβάλλοντος, απώλεια γονέα ή φροντιστή), τραυματικά γεγονότα, όπως μια ασθένεια ή κάποια φυσική καταστροφή, οικογενειακό ιστορικό αγχωδών διαταραχών, υπερπροστατευτικοί γονείς που μπορεί, άθελά τους, να ενισχύουν την ανασφάλεια του παιδιού.
Τα συμπτώματα της Διαταραχής Άγχους Αποχωρισμού παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής φοβίας, της διαταραχής πανικού και της αγοραφοβίας (Lewinsohn, 2008). Εκδηλώνεται έντονος φόβος ή άγχος όταν το άτομο απομακρύνεται από αγαπημένα πρόσωπα, όπως γονείς, σύντροφο ή παιδιά, επίμονη ανησυχία ότι κάτι κακό μπορεί να συμβεί στα αγαπημένα πρόσωπα, απροθυμία ή άρνηση να παραμείνει μόνο του ή να κοιμηθεί χωρίς την παρουσία κάποιου οικείου, υπερβολική εξάρτηση από συγκεκριμένα άτομα ή οικεία περιβάλλοντα. Αν το άγχος αποχωρισμού δεν έχει έναρξη κατά την παιδική ηλικία, αυτή μπορεί να προκύψει από τραυματική απώλεια αγαπημένου προσώπου στην ενήλικη ζωή, με την ανάπτυξη PTSD να έχει ιδιαίτερη σημασία.
Η έννοια του όρου «διαταραχή άγχους αποχωρισμού», έχει αιτιατή σχέση με τον ανασφαλή τύπο προσκόλλησης. Η εν λόγω διαταραχή φαίνεται πως σχετίζεται με την πρώιμη γονεϊκή φροντίδα, αφού το στυλ γονεϊκού δεσμού αποτελεί κύρια πηγή μετάδοσης αγχωδών διαταραχών (Van der Bruggen et al., 2008), όπως κρίσης πανικού, αγοραφοβία, κοινωνική φοβία, PTSD. Όταν δεν αντιμετωπίζεται, η διαταραχή μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες στη σχολική, κοινωνική ή επαγγελματική ζωή. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία βοηθούν το άτομο να αναπτύξει αυτονομία του και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του.
*Δήμητρα Αιγινίτη/aiginiti.gr M.Sc. Κλινικής Ψυχολογίας, University of Central Lancashire
B.Sc. Ψυχολογίας, Université de Strasbourg
B.Sc. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Διαπροσωπική Ψυχοδυναμική Θεραπεία, ICPA
Βιβλιογραφία
- APA (2013) Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 5th ed., (DSM-5). Washington, DC, American Psychiatric Association.
- Ainsworth, M.D. (1985). Attachments across the life span. Bull N Y Acad Med. 61(9):792-812. PMID: 3864511; PMCID: PMC1911889.
- Bögels, S. M., Knappe, S., & Clark, L. A. (2013). Adult separation anxiety disorder in DSM-5. Clinical Psychology Review, 33(5), 663–674. doi:10.1016/j.cpr.2013.03.006
- Lewinsohn, P. M., Holm-Denoma, J. M., Small, J. W., Seeley, J. R., & Joiner, T. E. (2008). Separation Anxiety Disorder in Childhood as a Risk Factor for Future Mental Illness. Journal of the American Academy of Child & Adolescent Psychiatry, 47(5), 548–555. doi:10.1097/chi.0b013e31816765e7
- Van der Bruggen, C. O., Stams, G. J. J. J. M., & Bögels, S. M. (2008). Research review: The relation between child and parent anxiety and parental control: A meta-analytic review. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 49, 1257–1269. DOI: 10.1111/j.1469-7610.2008.01898.x