Μετά τα Τέμπη: Η νέα πολιτική πραγματικότητα (άρθρο του Γιάννη Λούλη)




Καθώς η χώρα, σε σχετικά σύντομο διάστημα, θα όδευε σε εκλογές, η κοινωνία βρέθηκε απέναντι στο φοβερό σοκ της τραγωδίας των Τεμπών. Οι σχετικές εικόνες της σύγκρουσης των δύο τραίνων με τα πολλαπλά θύματα, κυρίως μάλιστα νέων ανθρώπων, έκαναν το γύρο του κόσμου. Οι λεπτομέρειες για τα αίτια της τραγωδίας αυτής, έφεραν ωμά στην επιφάνεια, με τον πιο έντονο τρόπο, τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος της χώρας. Ή μάλλον, τη δυσλειτουργία του! Πιο κραυγαλέα και προκλητική εικόνα δυσλειτουργίας του συστήματος, εξειδικευμένα, αλλά και συνολικά, δεν ήταν δυνατό να προσεγγίσει όχι μόνο η λογική αλλά και η φαντασία μας.

Φυσικά, οι περισσότεροι από μας γνωρίζαμε ότι το πολιτικό και κομματικό σύστημα ήταν κάτι παραπάνω από παθογενές και σαθρό. Έτσι οι κίνδυνοι, καραδοκούσαν, μέσα από την παθογένεια δομών, τη δυσλειτουργία ενός πελατειακού κράτους με βαθύτατες ρίζες και ενός τραγικού πολιτικού προσωπικού, που το είχε χτίσει. Ενώ παράλληλα, το συντηρούσε με κάθε τρόπο. Επίσης η κοινή γνώμη, αν και γνώριζε τις παθογένειες, δεν είχε διανοηθεί την έκτασή τους και το βάθος όπου είχαν ριζώσει: ελέω των πολιτικών ελίτ, που το διαφέντευαν. Έτσι, για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες, η κοινή γνώμη και οι πολίτες της χώρες, εξέφρασαν την οργή και την αποστροφή τους. Αυτή ακριβώς η οργή είναι το κυρίαρχο συναίσθημα την ημερών μας, ως δείγμα υγείας του κοινωνικού ιστού και των πολιτών που αντιδρούν με πρωτοφανείς σε όγκο διαδηλώσεις. Διαμορφώνοντας μια νέα πολιτική πραγματικότητα.

Θύμα της οργής αυτής δεν είναι μόνο η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που επί τέσσερα χρόνια κυβερνά. Αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση, ως ένα βαθμό τουλάχιστον. Ενώ πάντως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη όδευε στις τωρινές εκλογές ως το μη χείρον. Άλλωστε το 2019 είχε επικρατήσει με μια μεγάλη διαφορά της τάξης του 8,3%. Να επισημάνουμε όμως πως η επικράτηση του Μητσοτάκη το 2019 οφείλεται κυρίως σε αρνητική ψήφο. Όχι στην ηγεσία και την εικόνα της. Αυτή άρχισε να τη χτίζει ως πρωθυπουργός. Φάνταζε συγκροτημένος και μεθοδικός. Με καλή διεθνή παρουσία. Το σύστημα ελέγχου της κυβέρνησης από το καινοφανές «επιτελικό κράτος» του Μαξίμου, φάνταζε πρωτοποριακό. Ο Μητσοτάκης διαμόρφωσε μια «πρωθυπουργική εικόνα». Την ίδια ώρα ο Τσίπρας απώλεσε το χάρισμά του. Δεν άλλαξε σε τίποτα έναν κατάκοπο ΣΥΡΙΖΑ. Άρα ο Μητσοτάκης ήταν κυρίαρχος.

Για τους ηγέτες υπάρχουν σταυροδρόμια. Θετικά και αρνητικά. Μεγάλη εύνοια στον Μητσοτάκη προσέφεραν η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ. Οι πολλές «φιλικές» δημοσκοπήσεις. Ο πρωθυπουργός, φάνταζε άτρωτος. Το μεγάλο λάθος του όμως, ακουλούθησε: Η έπαρση και η αλαζονεία. Και τότε άρχισαν οι αυθαιρεσίες και οι γκάφες. Οι υποκλοπές, αποτέλεσαν έσχατη αυθαιρεσία. Γκάφα ήταν, ότι ο πρωθυπουργός ετέθη επικεφαλής της ΕΥΠ. Όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο των υποκλοπών (κάτι πρωτοφανές για ευρωπαϊκή χώρα), ο ανιψιός του πρωθυπουργού το χρεώθηκε. Ανομίες και αυθαιρεσίες ακολούθησαν. Οι μηχανισμοί της κυβέρνησης έκαναν το παν για τη μη διαλεύκανση των αυθαιρεσίων. Αντιδημοκρατικά. Παράλληλα μια κυβέρνηση αλαζονική, με δομές και μηχανισμούς ως συμμάχους της, «έλυνε και έδενε». Όταν υπάρχουν τέτοια φαινόμενα, φυσιολογικά, πολλαπλασιαζόνται τα σκιερά περιστατικά διαφθοράς. Τουλάχιστον, όσα έρχονται στην επιφάνεια. Τα φαινόμενα αυτά, συν η ακρίβεια, η αίσθηση της εύνοιας στους ισχυρούς, άρχισαν να πριονίζουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Συν η προκλητική αλαζονεία της. Παράλληλα ένας ανασχηματισμός αποτέλεσε φιάσκο. Ενώ το «επιτελικό κράτος» έπαψε πλέον να υπάρχει.



Το πολιτικό κενό που άνοιξε ο Μητσοτάκης, άρχισε σιγά σιγά να καλύπτει ο Τσίπρας, που βρήκε τμήμα του χαρισματικού εαυτού του. Έκανε ένα βήμα μπρος και μισό πίσω. Αυτό ήταν όμως πρόοδος, καθώς η εικόνα του πρωθυπουργού και ιδίως της κυβέρνησης, υποχωρούσαν. Ήδη τον Δεκέμβριο του 2022 η πιο αξιόπιστη δημοσκόπηση, εκείνη της MRB, κατέγραφε υποχώρηση της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ που προηγείτο με 5,4% έναντι 7,2% που διέθετε νωρίτερα. Τούτη ήταν η πρώτη προειδοποίηση για τον Μητσοτάκη. Ο τελευταίος διατηρούσε ένα 39,3%, ως πρωθυπουργική εικόνα. Όμως και ο Τσίπρας σκαρφάλωσε στο 31,3%. Με δυο λόγια, η ΝΔ κυριαρχούσε πάντα. Έστω και φθειρόμενη. Και μετά ήρθαν τα Τέμπη!

Οι ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την τραγωδία, την κεραυνοβόλησαν. Κυριολεκτικά. Πέρα από τα φαινόμενα απίστευτης προχειρότητας και χάους στη λειτουργία των μηχανισμών προστασίας, το μέγιστο φραστικό ατόπημα προήλθε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό: Έτσι με ηγετικό ύφος, θα απέδιδε την καταστροφή «σε ανθρώπινο λάθος» (!). Τούτο ήταν το ολιγόλογο αυτοκαταστροφικό μήνυμά του! Πώς το σκέφτηκε; Ποιος τον συμβούλεψε; Με το άκουσμα της αποστροφής αυτής ήταν ξεκάθαρο πως ήταν ό,τι πιο εξοργιστικό μπορούσε να ειπωθεί. Οι δομές προστασίας του ατυχήματος είχαν άλλωστε στην πράξη εξαϋλωθεί. Και μαζί τους εξατμίσθηκε και η επικοινωνία!

Η δημοσκοπική εικόνα που κατέγραψε η MRB τι δείχνει πλέον; Μια νέα πραγματικότητα μετά τα Τέμπη! Η «μεγάλη εικόνα», έχει μετακινηθεί σαν από σεισμό. Η οργή βρίσκεται στο 63,4%, από το 41,7% του Οκτωβρίου. Στην πρόθεση ψήφου, τον Ιανουάριο η διαφορά υπέρ της ΝΔ ήταν 5,9%. Ενώ τώρα, βυθίστηκε στο 2,9%. Όσοι θέλουν η ΝΔ να επικρατήσει στις εκλογές υποχώρησαν από το 30,2% στο 27,4%. Με τον ΣΥΡΙΖΑ στο 24,5%. Πολύ σημαντικό εύρημα είναι το ότι το 39% ενοχλείται από την προοπτική εκλογικής νίκης της ΝΔ, ενώ λιγότεροι (31,7%) ενοχλούνται από μια τυχόν νίκη του ΣΥΡΙΖΑ! Κρισιμότατος δείκτης είναι και ο εξής: Ενώ ο Μητσοτάκης υπερτερούσε με διαφορά ως καταλληλότερος πρωθυπουργός έναντι του Τσίπρα, τώρα βρίσκεται στο 33,8%. Με τον Τσίπρα σε μικρότερη απόσταση με 29,3%. Όλα αυτά, βεβαίως, πιστοποιούν ότι το πολιτικό σκηνικό μεταβάλλεται σταδιακά, χωρίς να έχει ανατραπεί πλήρως. Για τον Μητσοτάκη, πάντως, τα ρήγματα στην εικόνα του, απομακρύνουν καταλυτικά την προοπτική αυτοδυναμίας. Επίσης, όταν πλέον μιλά εκτός χειρογράφου, φαίνεται να διολισθαίνει σε γκάφες, όπως εκείνη που αναφέρθηκε στους θανάτους των επιβατών ως «θυσία»!

Καθώς λοιπόν θα μπούμε στην τελική ευθεία των εκλογών, είναι φανερό πως ο νυν πρωθυπουργός δεν έχει τίποτα νέο να δώσει, πέρα της φθοράς του. Άλλωστε, τα Τέμπη έχουν καλύψει, σε μεγάλο βαθμό, όσα θετικά θα επιχειρήσει να επικοινωνήσει. Ο Αλέξης Τσίπρας με τη σειρά του, εάν θέλει να αυξήσει την εκλογική δυναμική του, καλείται να εκπέμψει μια μετριοπαθή και ήπια εικόνα, μακριά από δήθεν εντυπωσιασμούς ή αντιπολιτευτικές κορώνες. Το περιβάλλον τον ευνοεί, στο βαθμό που θα το σεβαστεί κρατώντας χαμηλούς τόνους και συγκρατώντας και τα στελέχη του που ρέπουν σε ακραίους τόνους. Επειδή όμως τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν τις παθογένειές τους, τίποτα δεν θα κερδίσουν με δαιμονοποιήσεις και οξύτητα. Φυσικά, όπως έχω παρατηρήσει από καιρό, η αξιωματική αντιπολίτευση θα μπορούσε να έχει ως κεντρικό όπλο της στη λίστα επικρατείας εν δυνάμει υπουργούς, με τεχνοκρατικές γνώσεις και ικανότητες. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, τούτο όφειλε να το σχεδιάσει εδώ και καιρό. Αλλά είναι αμφίβολο αν θα το πράξει.

Το τι θα πράξουν τα δυο μεγάλα κόμματα, και το τι περιθώρια έχουν για να υπερβούν τον εαυτό τους, είναι άγνωστο. Άλλωστε μπορεί να επιθυμούν ή να αναγκασθούν να παραμείνουν ως έχουν. Γιατί; Διότι αυτό είναι το DNA τους! Και ό,τι ήθελε προκύψει.

Ο Γιάννης Λούλης, διδάκτωρ του Καίμπριτζ, είναι επικοινωνιολόγος και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Με πιο πρόσφατο το Η τοξική εποχή μας (Καστανιώτης, 2022).

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.