Πέρα από τα πανηγύρια: Η βαθιά κρίση της Αμερικής (άρθρο του Γιάννη Λούλη)




Ασφαλώς, η ήττα του Τραμπ, υπήρξε κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Όμως, μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, που καλλιεργείται για μια νέα πορεία της Αμερικής είναι βιαστική, αφελής και εξωπραγματική. Διότι, πολύ απλά, τούτη τη συγκυρία, η κρίση της Αμερικής είναι βαθιά και διαχρονική. Ενώ και το κλείσιμο της εποχής Τραμπ, υπήρξε άκρως τραυματικό. Καταρχάς, η ήττα του Τραμπ υπήρξε πολύ πιο οριακή απ’ ό,τι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Ο ίδιος, κέρδισε 7 εκ. περισσότερους ψηφοφόρους απ’ ό,τι το 2016! Ο Μπάιντεν κέρδισε πολύ πιο επίπονα από ,τι αναμένονταν, διότι αποτελεί αδύναμη πολιτική παρουσία. Χωρίς, ειδικό βάρος. Η αμερικανική κοινωνία είναι πλέον βαθιά διχασμένη. Τόσο βαθιές είναι οι ρίζες του διχασμού, που η θεαματική αύξηση της εκλογικής συμμετοχής υπήρξε σοβαρότατο δείγμα πολωτικής παθογένειας και όχι υγείας! Ο ισχυρισμός του Τραμπ ότι οι εκλογές «εκλάπησαν» (stolen elections) είναι πρωτοφανής στα χρονικά της Αμερικής, και σε αυτό το επίπεδο, να διατυπώνεται. Η βίαιη εισβολή-κατάληψη του Καπιτωλίου από τον όχλο των φανατικών υπήρξε αδιανόητο γεγονός που παρέπεμπε σε σκηνές του φανταστικού σινεμά. Τέλος, ο Μπάιντεν δεν κέρδιζε κυρίως χάρη σε θετική ψήφο, αλλά σε αρνητική! Με όλο αυτό το θλιβερό αποτύπωμα, δεν υπάρχει λοιπόν χώρος για πανηγυρισμούς.

Λοιπόν, το τελευταίο που χρειάζεται σήμερα η Αμερική, στη μετα-Τραμπ εποχή, είναι να χειροκροτεί τον εαυτό της. Να ωραιοποιεί τις προοπτικές της. Να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις. Να αξιοποιεί  κόλακες ανά τον κόσμο, που εκστασιάζονται ήδη από την «Αμερική του Μπάιντεν». Επίσης, ιδιαίτερα σοβαρή είναι η ψευδαίσθηση, όπως έχουμε υπογραμμίσει κουραστικά, πως ο Τραμπ υπήρξε η πηγή της κρίσης. Ο Τραμπ, ήταν απλώς ένα βαρύ σύμπτωμα. Πολλοί κρίκοι της διαδρομής της υπερδύναμης τον γονιμοποίησαν. Ως τοξικό φαινόμενο. Η αλαζονεία της εποχής Κλίντον. Η απόλυτη παγκόσμια ανομία της εποχής Μπους. Η μυθοπλασία Ομπάμα που έκρυβε πιο ήπιες, αλλά στυγνές πρακτικές Μπους. Και βεβαίως η εποχή Τραμπ. Σε όλη αυτή τη διαδρομή, φιλελεύθερες αξίες και πρακτικές, ποδοπατήθηκαν από την ηγέτιδα του δημοκρατικού στρατοπέδου. 

Σοβαροί πολιτικοί επιστήμονες, ήδη από το 1999, προειδοποιούσαν την Αμερική ότι γίνεται αλαζονική, αυθαίρετη, ότι αγνοεί τους πάντες, και δρα μονομερώς (Samuel Huntington, “The lonely superpower”). Με περίσσευμα αλαζονείας, ο Κλίντον δήλωνε πως «η Αμερική εκφράζει τη σωστή πλευρά της Ιστορίας». Η υπουργός Εξωτερικών του, με έναν αφορισμό ακραίας έπαρσης, ισχυριζόταν πως: «Η Αμερική στέκεται ψηλά, και βλέπει πιο πέρα από τα άλλα έθνη!» Ενώ από το 2000 θα ξεκίναγε ο απόλυτος εκτροχιασμός του Μπους με την εισβολή στο Ιράκ, μια επίθεση βασισμένη σε ωμά ψεύδη, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο, που ακολουθήθηκε από άνομες πρακτικές παντού. Όμως η σοβαρότερη απογοήτευση ήταν ο δήθεν πολιτικά φιλελεύθερος Ομπάμα που, ηπιώτερα, θα ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο. Θα κλιμάκωνε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Θα κατέφευγε σε εκατομμύρια παράνομες παρακολουθήσεις επικοινωνιών παγκοσμίως (με θύμα και τη Μέρκελ). Συν την πολλαπλασιαστική χρήση δολοφονικών drones, με εκατοντάδες αθώα θύματα. Όλα τούτα, και οι οικονομικές ανισότητες, θα γεννούσαν κάτι τοξικό:Τον τραμπισμό!

Όταν ο Τραμπ κέρδισε το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ήταν, ως πολιτικό προϊόν, κάτι διαφορετικό στο πολιτικό τοπίο. Ήταν ένα μείγμα ακραίο δεξιού, αλλά και λαϊκιστή. Επίσης, δεν ήταν πολιτικός. Σε μια κοινωνία όπου οι ανισότητες είχαν εκτιναχθεί, ως αντικατεστημένος υποψήφιος. Απέναντί του δεν θα έβρισκε τον Μπέρνι Σάντερς, έναν μη κατεστημένο και πολιτικό, που θα ακύρωνε τα πλεονεκτήματά του. Ο Σάντερς έχασε το χρίσμα από την πεμπτουσία ενός κατεστημένου πολιτικού, που ήταν η Χίλαρι Κλίντον. Η τελευταία είχε τη στήριξη του Ομπάμα και των παραδοσιακών δομών του Δημοκρατικού κόμματος. Όσοι πίστευαν πως η Χίλαρι θα επικρατούσε διά περιπάτου, έπεσαν από τα σύννεφα όταν οι εργατουπόλεις ψήφισαν τον λαϊκιστή Τραμπ! Ο τραμπισμός είχε επικρατήσει κατά κράτος στους εκλέκτορες.



Στο σημείο αυτό, το πώς ο Ομπάμα διαχειρίστηκε την οικονομική κρίση του 2008, αποδείχθηκε καταλυτικό γιατα όσα θα ακολουθούσαν. Τούτη ήταν η ώρα ενός νέου Φραγκλίνου Ρούσβελτ, όπως σημείωναν σημαντικοί οικονομολόγοι, ανάμεσά τους ο Adam Tooze, που έχει γράψει το πιο ολοκληρωμένο βιβλίο της κρίσης (Crashed). Έπρεπε λοιπόν να γίνουν τομές παντού και κυρίως στις ένοχες για την κρίση τράπεζες. Μερικές από αυτές έπρεπε να κρατικοποιηθούν, όπως συνέβη σε μια ανάλογη κρίση στη Σουηδία. Άλλες να τεμαχισθούν. Έπρεπε να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες, με στόχο ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη. Να φορολογηθεί ο πλούτος. Να δρομολογηθούν πολιτικές τολμηρής αναδιανομής του εισοδήματος. Να στηριχθούν οι πιο ευάλωτες ομάδες πολιτών. Να γίνουν σοβαρά βήματα για ένα κρατικό σύστημα υγείας για όλους (όχι το άτολμο και διακοσμητικό obamacare). Όπως σε όλα, έτσι και στην οικονομία, ο Ομπάμα αποδείχθηκε άκρως συντηρητικός. Ως αντίποδας του Ρούσβελτ. Η ανάπτυξη που ήρθε, ήταν απογοητευτική. (Τούτο εξηγούν επικριτικά πλήθος σοβαρών οικονομολόγων, Tooze, Reich, Kattner, Cassidy κ.λπ.). Το χειρότερο όμως ήταν η ταυτόχρονη έκρηξη των ανισοτήτων. Το 2013, το όποιο όφελος της σταθεροποίησης, πήγε κατά 95% στο 1% του άκρατου πλούτου! Οι υπόλοιποι, πήραν ή ψίχουλα, ή τίποτα, ή έχασαν κιόλας!

Μετά από όλα αυτά, οι πληγές της Αμερικής μεγάλωσαν. Την πόλωση την ενέτεινε ο Τραμπ. Βρήκε πρόσφορο έδαφος στους οργισμένους, τους «ξεχασμένους» και περιθωριοποιημένους της ζωής. Οι Ρεπουμπλικανοί ήσαν γυμνοί σε ικανό πολιτικό προσωπικό. Ο Τραμπ ήταν κυρίαρχος. Στις πρόσφατες εκλογές όσοι τον ψήφισαν προσωπικά, προτάσσοντάς τον εν σχέσει με το Ρεμπουμπλικανικό κόμμα, ξεπερνούσαν το 80%. Χαρακτηριστικό της άρρωστης πολιτικής ζωής της υπερδύναμης είναι ότι παρά τη φοβερή εισβολή φανατικών στο Καπιτώλιο (που ήταν προϊόν της πόλωσης του Τραμπ) η αποδοχή του ως προέδρου απότο 45% λίγο πριν από τις εκλογές υποχώρησε ελάχιστα: Στο 43%! (Δημοσκόπηση NBC.) Ενώ εκείνοι ποιυ πιστεύουν ότι οι εκλογές «εκλάπησαν»  φθάνουν το 74% όσων δηλώνουν Ρεπουμπλικανοί και 30% όσων δηλώνουν Ανεξάρτητοι από τα δυο κόμματα! Ο διχασμός, στην αποθέωσή του.

Φτάνουμε τώρα στον Μπάιντεν. Μόνο η απόλυτη γύμνια του Δημοκρατικού κόμματος σε πολιτικό προσωπικό, εξηγεί την υποψηφιότητά του. Ενώ, και η όλη παρουσία του, «τα λέει όλα». Ουσιαστικά, ο Ομπάμα τον προώθησε. Ο Μπάιντεν αποτελεί κακέκτυπό του, χωρίς ίχνος της παρουσίας του. Ένας στους δύο ψηφοφόρους του (αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη με τον Τραμπ) ομολογεί ότι ψηφισε πρωτίστως κατά του Τραμπ! Η όλη πολιτική διαδρομή του Μπάιντεν είναι εκείνη ενός ρηχού κατεστημένου πολιτικού. Ήταν άλλωστε φανατικός οπαδός της εισβολής στο Ιράκ.

Τι να περιμένουμε λοιπόν; Ελάχιστα πράγματα. Όλη η ομάδα του θυμίζει ξαναζεσταμένο Ομπάμα, σε χειρότερη εκδοχή. Οι αναγκαίες μεγάλες τομές στην οικονομία, στην φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, στην τολμηρή μείωση των ανισοτήτων, στη ριζοσπαστική αλλαγή του χώρου της πολιτικής με τα παθογενή λόμπι της, όλα είναι όνειρα θερινής νυκτός, υπό την προεδρία Μπάιντεν. Ο υπουργός Εξωτερικών, ο υπουργός Άμυνας, ο βασικός σύμβουλός του, το δεξί χέρι του στο Λευκό Οίκο και 40 από τα 500 στελέχη που θα αξιοποιήσει, είναι όλοι είτε νυν, είτε πρώην λομπίστες. Έτσι ο W.A. Galston του Brookings Institute προειδοποιεί πως αν η θητεία του «δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχής», θα επιβεβαιωθεί μια νέα τάση μονής θητείας προέδρου και οριακών διαφορών στην κάλπη. Συμπέρασμα: Αντί πανηγυρισμών, ας κρατάμε μικρό καλάθι. Ή μάλλον: πολύ μικρό!

Ο Γιάννης Λούλης είναι επικοινωνιολόγος, πολιτικός αναλυτής και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Το τελευταίο του είναι το: Άνομος κόσμος: Πώς φθάσαμε στην εποχή Τραμπ, Καστανιώτης, 2019. Για όλα τα βιβλία του: johnloulis.gr.

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.