Ο κυρ-Βαγγέλης, τα κάρβουνα, και το σουβλάκι-ποίημα




 

feugatos101

(Του Φευγάτου – imaginistes.com)
Παλιά στο Μπραχάμι, ένα σωρό άνθρωποι, αυτοί που λέμε βιοπαλαιστές, έβγαζαν μεροκάματο κυριολεκτικά στους δρόμους, στις γειτονιές (κάτι σαν τους «παράνομους» μετανάστες σήμερα). Άλλος πουλούσε ψάρια, άλλος είδη μαναβικής και φρούτα, άλλος ακόνιζε μαχαίρια ή έφτιαχνε ομπρέλες, άλλος με την ταβανόβουρτσα στον ώμο ασβέστωνε σπίτια.

Με μικρά καροτσάκια με μια φουφού επάνω, άλλοι πουλούσαν κάστανα και στραγάλια, άλλοι με ψυγείο (με πάγο) παγωτά το καλοκαίρι και ο κυρ-Βαγγέλης έφτιαχνε σουβλάκια. Στο καροτσάκι με την ψησταριά με τα κάρβουνα, μοσχομύριζε η γειτονιά και έτρεχαν τα σάλια της πιτσιρικαρίας, που συνήθως έτρωγε ψωμί με ζάχαρη ή στρωμένο με ντομάτα πελτέ…

 

Ο κυρ-Βαγγέλης είναι ένας θρύλος για το Μπραχάμι, επειδή είναι συνδεδεμένος με την μεγάλη απόλαυση της γεύσης. Αν και χρόνια και χρόνια γνωστός και αγαπημένος, έφτασε στη μεγάλη του δόξα τη δεκαετία του ’70, όταν άνοιξε σουβλατζίδικο στην πλατεία. Στην άκρη της, δίπλα από εκεί που ήταν παλιά τα μπιλιάρδα του Μπάρμπα- Τάσου. Μια σταλιά χώρος λίγο πιο μεγάλος από περίπτερο. Ίσα-ίσα χώραγε την ψησταριά του, ένα ψυγείο σαν αυτά που είχαμε στο σπίτι και λίγους πελάτες να περιμένουν.

Ναι, αυτό ήταν ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά του κυρ-Βαγγέλη. Αν ήθελες να φας σουβλάκι, έπρεπε να περιμένεις – και αν προλάβεις! Μάλιστα. Δεν είχε, κάνουμε σουβλάκια από το πρωί μέχρι το βράδυ. Πουλούσε (αν θυμάμαι καλά) 150 σουβλάκια τη μέρα και τέρμα. Όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε. Ήταν μέρες που τα 150 είχαν τελειώσει σε 1 ώρα από παραγγελίες και περιμένανε μετά ώρες να το φάνε.

feugatos102Το σουβλάκι για τον κυρ-Βαγγέλη ήταν τέχνη και επιστήμη μαζί (για μας σκέτη απόλαυση). Το κρέας (εξαιρετικής ποιότητας χοιρινό) αργοψηνότανε στα κάρβουνα, με τις πίτες από πάνω να παίρνουν τη μυρωδιά και το λίπος από το ψητό. Η ντομάτα κοβότανε ψιλές φέτες, εκείνη την ώρα πριν το τύλιγμα και το λεπτοκομμένο κρεμμύδι με τον μαϊντανό, σε ένα σουρωτήρι να φεύγουν τα νερά. Αυτό ήταν το σουβλάκι. Χωρίς τσιριτζάντζουλες. Κρέας, κρεμμύδι, ντομάτα, αλάτι πάπρικα και είχες επιλογή μόνο για το αν θα πάρεις με κοφτερό καγιάν πιπέρι από πάνω ή όχι.

Κανένα μεγάλο μυστικό ή κρυφή συνταγή. Το φτιάξιμο ήταν όλα τα λεφτά. Ο τρόπος που ψηνότανε το κρέας και η πίτα, η ποιότητα των υλικών, η απλότητα του συνδυασμού των γεύσεων.

Ήμουν μέσα μια φορά που έσκασε ένας άσχετος και ζήτησε και… τζατζίκι. «Δεν έχουμε» απάντησε ο κυρ-Βαγγέλης. «Γιατί;», να επιμένει ο άσχετος. «Μας τελείωσε». Σιγά τώρα να μην κάτσει να του εξηγήσει τους λόγους. Μόλις τελείωνε τα 150, μάζευε το μαγαζάκι του, έβγαζε την άσπρη του ποδιά, έπαιρνε το ποδήλατο του και σπίτι. Ούτε να γίνει πλούσιος ήθελε, ούτε επιχειρηματίας μεγάλος. Είχε κάνει τον λογαριασμό του. Τόσα πουλάω, τόσα τα έξοδα, τόσα το ενοίκιο, τόσα την ημέρα μένουν. Βγήκε το μεροκάματο, πάμε σπίτι.

Κλασική περίπτωση ανθρώπου που εργαζότανε για να ζήσει και δεν ζούσε για να δουλεύει. Λιγομίλητος, αλλά χαμογελαστός ειδικά με τους νέους που τους ήξερε (και που έμενε ο καθένας) από τα χρόνια που έβγαζε μεροκάματο με το καροτσάκι.

Μέσα σε λίγα χρόνια, αυτό το μικρό μαγαζάκι, αυτός ο θησαυρός κουλτούρας, έγινε γνωστό σε όλη την Αθήνα. Ερχόντουσαν άνθρωποι από τον Πειραιά, από τη Γλυφάδα, μέχρι και από το Αιγάλεω, να φάνε σουβλάκι του κυρ-Βαγγέλη στο Μπραχάμι. Το τι παρακάλια έπεφταν από γνωστούς και τα γύρω καφενεία, για να αυξήσει τις ώρες δουλειάς του και τα σουβλάκια του, δεν λέγετε! Αυτός όμως δεν μάσαγε. «Τελειώσαμε για σήμερα», έλεγε και πήγαινε σπίτι να συνεχίσει τη ζωή του.

* Αχ και να μπορούσαν οι νέοι σήμερα να δοκιμάσουν ένα σουβλάκι του κυρ-Βαγγέλη.

feugatos104Το σουβλατζίδικο του κυρ Βαγγέλη στην πλατεία, όπως είναι σήμερα.

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.