To τρίπτυχο της διαφθοράς: βουλευτές – εφοριακοί – δήμαρχοι




Άκρως αποκαλυπτική είναι η έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με την οποία οι επιστήμονες προσπάθησαν να προσεγγίσουν το ζήτημα της διαφθοράς (της δημόσιας διοίκησης και των πολιτικών) και τον τρόπο αντιμετώπισής της.

Το βασικό συμπέρασμα: «Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης εκτιμά ως εκτενή τη διαφθορά σε όλα τα κλιμάκια δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, με κορυφαία ωστόσο την περίπτωση των βουλευτών και των τοπικών αρχόντων. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η εικόνα της κοινής γνώμης για τα επίπεδα διαφθοράς των πολιτικών επιδεινώθηκε κατά την περίοδο 2009-2013.

»Η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης, πάνω από το 80%, εκτιμά ως αναποτελεσματική τη δράση της πολιτικής εξουσίας εναντίον της διαφθοράς, δηλώνοντας με σαφήνεια ότι ούτε το πλήθος των συλλήψεων διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών είναι μεγάλο ούτε οι ποινές που επιβλήθηκαν για τα αδικήματα είναι αντίστοιχες του μεγέθους του αδικήματος».

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ερωτηθέντες ως «βασικούς υπόπτους» διαφθοράς κατατάσσουν κατά σειρά βουλευτές, εφοριακούς και δημάρχους.

Οι ερευνητές βρέθηκαν προ εκπλήξεως όταν διαπίστωσαν ότι η αρνητική γνώμη για τον ρόλο της πολιτικής εξουσίας στην καταπολέμηση της διαφθοράς μεγεθύνθηκε το 2013 ύστερα από έναν προσωρινό περιορισμό της κατά την περίοδο 2009-2011 – ως αποτέλεσμα, προφανώς, «της ρητορικής περί αντιμετώπισης της διαφθοράς που αναπτύχθηκε ως αντιστάθμισμα των αποκαλύψεων για το μέγεθος της διαφθοράς στην Ελλάδα μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης».

Ως κυριότερη αιτία άνθησης της διαφθοράς στην Ελλάδα προκρίνεται (περίπου από το 80%-85% της κοινής γνώμης) και πάλι η αναποτελεσματικότητα ή η απροθυμία της πολιτικής εξουσίας, όπως αυτές αποτυπώνονται είτε στην επιβολή ελαφρών ποινών είτε στη διατήρηση καθεστώτος αδιαφάνειας στις δημόσιες δαπάνες. Βεβαίως, μέρος της ευθύνης αποδίδεται (περίπου από το 60%-65%) και στους ίδιους τους δημοσίους υπαλλήλους, η μη αξιοκρατική επιλογή των οποίων καθιστά πιθανότερη τη μη άρτια άσκηση των καθηκόντων τους ή την εκμετάλλευση της νομοθεσίας για προσωπικό τους όφελος κατά τις συναλλαγές τους με τους πολίτες.

Βαθμός κοινωνικής και πολιτικής εμπιστοσύνης

Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, «το ζήτημα της διαφθοράς, τόσο των πολιτικών όσο και του κράτους, έχει επανειλημμένως συνδεθεί στη βιβλιογραφία με την έννοια της πολιτικής εμπιστοσύνης. Μία από τις άμεσες συνέπειες της αυξημένης διαφθοράς των πολιτικών και του κράτους είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στους πολιτικούς θεσμούς. Η παρούσα έρευνα εκκίνησε επιχειρώντας να μετρήσει τα επίπεδα πολιτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα προκειμένου να καταγραφεί μία εκ των πιθανών συνεπειών της φημολογούμενα εκτεταμένης διαφθοράς στη χώρα».

Το Γράφημα 1 αποκαλύπτει την πολύ μεγάλη έκταση της καχυποψίας των πολιτών έναντι του θεσμού του Κοινοβουλίου -στο οποίο προφανώς αντικατοπτρίζονται και οι γνώμες περί των πολιτικών κομμάτων-, όπως επίσης την έκταση της καχυποψίας έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών.

Το τελευταίο αποτελεί ένα δείγμα του αυξανόμενου κατά την περίοδο της ελληνικής κρίσης αντιευρωπαϊσμού της ελληνικής κοινής γνώμης. Και οι δύο αυτοί δείκτες εμφανίζονται αισθητά επιδεινωμένοι σε σχέση με την εικόνα τους σε έρευνες της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του ΕΠΙ κατά το 2011 και το 2012 (βλ. Γράφημα 2). Το ποσοστό της κοινής γνώμης που διατυπώνει χαμηλή ή μηδενική εμπιστοσύνη στο Κοινοβούλιο φθάνει το 90% το 2013 έναντι ποσοστών 70%-75% τα προηγούμενα δύο έτη. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ευρωπαϊκή Ένωση φθάνει το 70% το 2013 έναντι 58% το 2012 και 53% το 2011.

Το Κοινοβούλιο λαμβάνει ελαφρώς υψηλότερα -σε σύγκριση με τη μέση κατανομή- ποσοστά εμπιστοσύνης στις ηλικιακές κατηγορίες άνω των 45 ετών, όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση στις ηλικιακές κατηγορίες κάτω των 45 ετών, καθώς και στους μισθωτούς του δημοσίου τομέα.

Οι διαφοροποιήσεις στα επίπεδα εμπιστοσύνης έναντι του Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αντικατοπτρίζονται και σε διαφορετικές επιλογές ψήφου στις εκλογές του 2012. Η μηδενική ή χαμηλή εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς του Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να συνδέεται με την ψήφο προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τα λοιπά αντιμνημονιακά κόμματα στις εκλογές του 2012, ενώ η υψηλότερη εμπιστοσύνη προς τους δύο θεσμούς, ιδιαιτέρως την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνδέεται εμφανώς με την ψήφο προς τη ΝΔ, κατά πρώτο λόγο, και το ΠαΣοΚ, κατά δεύτερο.

Σημειώνεται επίσης ότι η καχυποψία έναντι των θεσμών φαίνεται να διαχέεται και σε θεσμούς πέραν της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, όπως η αστυνομία και τα δικαστήρια, οι οποίοι ακόμη και κατά το κοντινό παρελθόν διατηρούσαν υψηλότερα ποσοστά εμπιστοσύνης (βλ. Γράφημα 2).

Το Γράφημα 3 μαρτυρεί υψηλά επίπεδα καχυποψίας έναντι του κοινωνικού περιβάλλοντος του μέσου πολίτη. Το ποσοστό μάλιστα εκείνων που δήλωσαν ότι θα πρέπει να είμαστε πάντα ή συνήθως καχύποπτοι με τους περισσότερους ανθρώπους ξεπέρασε το 76% του δείγματος, όταν σε έρευνα του 2011 είχε μετρηθεί στο 69%.

Η κοινωνική εμπιστοσύνη, πάντως, δεν φαίνεται να διατηρεί υψηλή συσχέτιση με την πολιτική εμπιστοσύνη, σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας έρευνας, καθώς τα ποσοστά καχυποψίας έναντι των πολιτικών θεσμών ήταν εξίσου υψηλά σε όλο το δείγμα, ανεξάρτητα από το καταγραφόμενο επίπεδο κοινωνικής εμπιστοσύνης κάθε ερωτωμένου.

Η έρευνα κατέγραψε τις εντυπώσεις της ελληνικής κοινής γνώμης για τις κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών στις οποίες εντοπίζονται εκτενή (σύμφωνα με τη λεκτική διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε) φαινόμενα διαφθοράς. Προφανώς οι απαντήσεις στη συγκεκριμένη ερώτηση δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τεκμήρια ύπαρξης φαινομένων διαφθοράς στους κλάδους, αλλά ως ενδείξεις των εντυπώσεων της κοινής γνώμης για την έκταση της διαφθοράς σε κάθε κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων, και μάλιστα των σχετικοποιημένων ως προς τις γενικότερες εντυπώσεις για τη διαφθορά τη χώρα.

Το υψηλότερο ποσοστό εκτιμήσεων για εκτεταμένη διαφθορά συγκεντρώνουν οι βουλευτές (89%), ακολουθούμενοι από τους εφοριακούς (82%) και τους δημάρχους (81%). Τα ποσοστά είναι υψηλά για όλες τις κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών, ωστόσο θα πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι η ερώτηση ουσιαστικά πρότεινε το σύνολο της λίστας και, δεδομένης της τάσης επιλογής θετικών απαντήσεων σε τέτοιου τύπου ερωτήσεις (δηλαδή ύπαρξης διαφθοράς στη συγκεκριμένη περίπτωση), δεν θα πρέπει να δοθεί έμφαση στα ποσοστά που συγκέντρωσε η κάθε κατηγορία, αλλά στη σύγκριση μεταξύ των κατηγοριών.

«Ναι, δωροδόκησα»

Παρότι όχι αποκλειστικά, οι εντυπώσεις για την έκταση της διαφθοράς στο Δημόσιο προέρχονται και από προσωπικές εμπειρίες των ερωτωμένων. Οι ίδιοι ρωτήθηκαν αν τους έχει ζητηθεί κατά το παρελθόν να καταβάλουν αντίτιμο σε δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό προκειμένου να διευθετηθεί κάποιο ζήτημά τους.

Το 42% του δείγματος απάντησε θετικά στο ερώτημα αυτό, ποσοστό το οποίο δεν εμφάνισε σημαντική διακύμανση μεταξύ των δημογραφικών κατηγοριών του δείγματος. Ερωτώμενοι ηλικίας 45-64 ετών, απόφοιτοι λυκείου και κάτοικοι της Αττικής ήταν ελαφρώς πιθανότερο να έχουν γίνει δέκτες τέτοιων αιτημάτων, παρότι οι στατιστικές διαφορές δεν αποδείχθηκαν σημαντικές. Σε όσους από τους ερωτωμένους απάντησαν ότι έχουν γίνει δέκτες αιτημάτων δωροδοκίας κατά το παρελθόν τέθηκε το επιπρόσθετο ερώτημα του χρονικού σημείου όπου συνέβη αυτό για τελευταία φορά.

Στο Γράφημα 4 αποτυπώνεται η σχετική κατανομή των απαντήσεων στο ερώτημα. Το 17% του δείγματος απάντησε ότι αυτό συνέβη για τελευταία φορά μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες, το 25% απάντησε ότι συνέβη πριν από ένα ως τρία χρόνια και οι περισσότεροι (58%) απάντησαν ότι αυτό συνέβη περισσότερα από τρία χρόνια πριν. Η κατανομή δείχνει ότι η συχνότητα εκδήλωσης αιτημάτων δωροδοκίας από την πλευρά των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών ελαττώνεται.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη η διερεύνηση πιθανής συσχέτισης της εμπειρίας αιτήματος δωροδοκίας κατά το παρελθόν και της επιλογής ψήφου στις εκλογές του 2012, στις οποίες το ζήτημα της διαφθοράς πολιτικών και της αδυναμίας αυτών να ελέγξουν τη διαφθορά των δημοσίων υπαλλήλων βρέθηκε στην κορυφή της δημόσιας ατζέντας. Η διασταύρωση των απαντήσεων στα σχετικά ερωτήματα έδειξε ότι τα δύο πρώην «κυβερνητικά κόμματα» (ΝΔ και ΠαΣοΚ) συγκέντρωσαν υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των ερωτωμένων που δήλωσαν ότι δεν τους έχει ζητηθεί κατά το παρελθόν να δωροδοκήσουν κάποιον δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό. Αντιθέτως, μεταξύ εκείνων από τους οποίους έχει ζητηθεί κάτι τέτοιο, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε οριακά υψηλότερο ποσοστό από τη ΝΔ στις εκλογές του Ιουνίου 2012, ενώ σαφώς υψηλότερα του μέσου όρου τους στο δείγμα ήταν τα ποσοστά που συγκέντρωσαν οι Ανεξάρτητοι Ελληνες και άλλα κόμματα.

Ειδικότερα μεταξύ εκείνων οι οποίοι δήλωσαν ότι το αίτημα δωροδοκίας έλαβε χώρα κατά τον τελευταίο χρόνο ή κατά τα τελευταία τρία χρόνια, δηλαδή κατά την περίοδο της κρίσης -όταν και άρχισαν να γίνονται ορατές οι συνέπειες της διαφθοράς για τα δημόσια οικονομικά της χώρας-, το ποσοστό που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνά κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες εκείνο της ΝΔ. Συνεπώς, εμμέσως διαπιστώνεται να υπάρχει μια σχετικά καθαρή απόδοση της ευθύνης για την εκτεταμένη διαφθορά στη χώρα στα δύο πρώην «κυβερνητικά κόμματα».

Αιτίες της διαφθοράς των δημοσίων υπαλλήλων

Στην έρευνα ζητήθηκε η γνώμη των πολιτών για την ισχύ συγκεκριμένων ερμηνειών της διαφθοράς των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών στην Ελλάδα. Στον Πίνακα 2 αποτυπώνονται οι απαντήσεις των ερωτωμένων σε οκτώ διαφορετικές ερμηνείες, που καλύπτουν ένα μεγάλο και ετερογενές σύνολο αιτιών. Αυτές ξεκινούν από ζητήματα πολιτικής κουλτούρας και φθάνουν σε ζητήματα ελέγχου και καταπολέμησης φαινομένων διαφθοράς.

Όπως προκύπτει από τον Πίνακα 2, όλες οι ερμηνείες γίνονται αποδεκτές από την πλειονότητα των πολιτών, με τα μεγαλύτερα ποσοστά πάντως να συγκεντρώνουν οι ερμηνείες που εμπλέκουν την πολιτική εξουσία είτε ως τον απρόθυμο μηχανισμό ελέγχου της διαφθοράς (82% απόλυτης συμφωνίας) είτε ως την υπαίτια για την απουσία διαφάνειας στις δημόσιες δαπάνες (84% απόλυτης συμφωνίας).

Από την άλλη, ερμηνείες που αναφέρονταν ευθέως στην ποιότητα ή στις προθέσεις των ίδιων των δημοσίων υπαλλήλων, όπως για παράδειγμα ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι συχνά δεν επιλέγονται αξιοκρατικά και συνεπώς δεν είναι αξιόπιστοι στην άσκηση των καθηκόντων τους ή ότι τα παραθυράκια στους νόμους δίνουν στους υπαλλήλους την ευκαιρία να ζητήσουν χρήματα, συγκέντρωσαν χαμηλότερα ποσοστά απόλυτης συμφωνίας. Επίσης, χαμηλότερα, αν και πάλι πλειοψηφικά, ήταν τα ποσοστά που συγκέντρωσε η ερμηνεία της διαφθοράς στη βάση της κουλτούρας της ελληνικής κοινωνίας και της ως εκ τούτου υψηλής ανοχής φαινομένων δωροδοκίας και κατάχρησης δημόσιου χρήματος.

Οι διαφορές στις εκτιμήσεις για τις αιτίες της διαφθοράς μεταξύ διαφορετικών δημογραφικών ομάδων δεν ήταν σημαντικές. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι τις ερμηνείες που ενέπλεκαν τους ίδιους τους δημοσίους υπαλλήλους (κακή ποιότητα προσωπικού, εκμετάλλευση κενών του νόμου από τους υπαλλήλους) τις στήριξαν θερμότερα οι ερωτώμενοι άνω των 55 ετών (περίπου τα τρία τέταρτα αυτών έναντι δύο τρίτων στο σύνολο του δείγματος) και οι απόφοιτοι υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή οι μη έχοντες οποιοδήποτε πιστοποιητικό μόρφωσης (άνω του 80% αυτών έναντι δύο τρίτων στο σύνολο του δείγματος). Την ερμηνεία που συνδέει τη συμπεριφορά των ίδιων των δημοσίων υπαλλήλων με την έκταση της διαφθοράς στην Ελλάδα τη στήριξαν επίσης, σε μεγαλύτερα από τα μέσα ποσοστά στο δείγμα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες (περίπου τρεις στους τέσσερις), οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα και οι άνεργοι (πάνω από τα τρία τέταρτα αυτών).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάσταση των εκτιμήσεων μεταξύ των δημοσίων και των ιδιωτικών υπαλλήλων για προφανείς λόγους. Την άποψη ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν επιλέγονται αξιοκρατικά και γι’ αυτό δεν είναι αξιόπιστοι στην άρτια άσκηση των καθηκόντων τους την υποστήριξε μόνο το 38% των μισθωτών δημοσίου τομέα, έναντι του 60% των μισθωτών ιδιωτικού τομέα.

Μια μικρή διαφοροποίηση μεταξύ των τμημάτων του πληθυσμού που συμφώνησαν απολύτως ότι οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ευθύνονται για την έκταση της διαφθοράς στη χώρα και εκείνων που εμφανίστηκαν πιο διστακτικοί στο να αποδεχθούν τη θέση αυτή σχετίζεται με την επιλογή ψήφου των δύο ομάδων στις εκλογές του 2012: όσοι συμφώνησαν απολύτως με τη θέση δήλωσαν σε μεγαλύτερα ποσοστά ότι ψήφισαν τη ΝΔ αντί του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠαΣοΚ, ένδειξη ότι η δυνητική επιλογή σύγκρουσης με τους δημοσίους υπαλλήλους θα έβρισκε μεγαλύτερη υποστήριξη μεταξύ των ψηφοφόρων της ΝΔ σε σχέση με τους ψηφοφόρους άλλων κομμάτων.

Σημειώνεται, τέλος, ότι την ερμηνεία που συνδέει τη διαφθορά στον δημόσιο τομέα με την πολιτική κουλτούρα την αποδέχθηκαν σε μεγαλύτερα ποσοστά οι ελεύθεροι επαγγελματίες (άνω του 80% αυτών σε σχέση με τα δύο τρίτα του συνολικού δείγματος και στις δύο περιπτώσεις), ένδειξη ότι αυτή η κατηγορία του δείγματος αποδίδει εμμέσως ευθύνη για τη διαφθορά στη δική της επαγγελματική τάξη και όχι αποκλειστικά στους υπαλλήλους.

Στον Πίνακα 3 σημειώνονται τα ποσοστά όσων επέλεξαν καθεμία πρόταση ως ισχυρή ερμηνεία της διαφθοράς το 2009 και το 2011. Διακρίνεται και εδώ η υπεροχή της ερμηνείας περί απροθυμίας της πολιτικής εξουσίας να αντιμετωπίσει τη διαφθορά (57% το 2011), καθώς επίσης και της ερμηνείας περί αδιαφάνειας στις δημόσιες δαπάνες (43% το 2011). Η ερμηνεία που συνδέει τη διαφθορά με την πολιτική κουλτούρα ήταν και κατά το παρελθόν η λιγότερο αποδεκτή (21%). Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι η ερμηνεία που φαίνεται να ενισχύθηκε περισσότερο μεταξύ 2009 και 2011 ήταν εκείνη που απέδιδε τη διαφθορά στην απροθυμία της πολιτικής εξουσίας να την αντιμετωπίσει, εύρημα που επιβεβαιώνει τη σταδιακή όξυνση του αντικομματικού συναισθήματος ήδη από την περίοδο 2009-2011.

Ταυτότητα της έρευνας

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τηλεφωνικές συνεντεύξεις και χρήση δομημένου ερωτηματολογίου σε πανελλαδικό δείγμα 1.116 κατοίκων. Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της στρωματοποιημένης δειγματοληψίας με αναλογική αντιπροσώπευση των στρωμάτων. Στο ερωτηματολόγιο εντάχθηκε και ένα «πείραμα εντός ερωτηματολογίου» (survey experiment), το οποίο στόχευε στην έκθεση τυχαία επιλεγμένων ομάδων του δείγματος σε συγκεκριμένα σενάρια-ερεθίσματα και στη συνέχεια στη συγκριτική καταγραφή των αντιδράσεων των ερωτωμένων στα ερεθίσματα αυτά. Συγκεκριμένα, συγκεντρώθηκαν 105 ως 110 ερωτηματολόγια για καθένα από τα δέκα διαφορετικά σενάρια [δύο ομάδες ελέγχου (control groups) και οκτώ ομάδες μεταχείρισης (treatment groups)], το περιεχόμενο των οποίων σχετιζόταν με πληροφορίες για εικονικά κρούσματα διαφθοράς πολιτικών προσώπων των οποίων η αποτελεσματικότητα διαχείρισης, η κομματική στήριξη, η χρήση πελατειακών δικτύων και η συμβολή τους στη δημιουργία καλύτερων οικονομικών συνθηκών διαβίωσης εμφάνιζε διακύμανση.

Τα αποτελέσματα της έρευνας σταθμίστηκαν ως προς το φύλο και την ηλικία, και το μέγιστο σφάλμα εκτίμησης είναι ±3,0%, με σαφώς χαμηλότερα διαστήματα σφάλματος για τις περιπτώσεις αναλογιών με μικρότερη διακύμανση.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε εν μέσω μιας παρατεταμένης δημόσιας συζήτησης για την ανάγκη αντιμετώπισης της διαφθοράς των πολιτικών προσώπων και τον βαθμό αποτελεσματικότητας των ενεργειών των κυβερνήσεων της περιόδου 2010-2013 ως προς το ζητούμενο αυτό.

Ειδικότερα, η έρευνα υλοποιήθηκε μόλις δύο μήνες μετά την ανακοίνωση της καταδίκης σε κάθειρξη του πρώην δημάρχου Θεσσαλονίκης και παράλληλα με την πρώτη εβδομάδα της δίκης του επί ενός έτους προφυλακισμένου πρώην αντιπροέδρου και υπουργού της κυβέρνησης ΠαΣοΚ. Σημειώνεται επίσης ότι η έρευνα υλοποιήθηκε σε περίοδο εκτεταμένης, πλην όμως όχι οξείας, συζήτησης για την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των αναγκών του δημοσίου τομέα σε προσωπικό και κριτικής για την αποτελεσματικότητα, την κατάρτιση και τον τρόπο επιλογής των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων.

Τονίζεται ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε έξι εβδομάδες πριν από την κρίση που προκάλεσε στην τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠαΣοΚ-ΔΗΜΑΡ η απόφαση του πρωθυπουργού να απολύσει το σύνολο των υπαλλήλων της Δημόσιας Τηλεόρασης στις 11 Ιουνίου 2013 και τη συνεπαγόμενη έναρξη μιας οξείας συζήτησης για τις απολύσεις στον δημόσιο τομέα στα τέλη Ιουνίου 2013, ενώ η μελέτη και η σύνταξη της έκθεσης συμπερασμάτων ολοκληρώθηκε τον περασμένο Ιούλιο.

(zougla.gr)

Διαβάστε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.